Στο χλωμό χειμωνιάτικο φως και τη λάμψη των τηλεοπτικών καμερών, ήταν πολύ δύσκολο να μην παρακολουθήσει κανείς την εξέγερση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, στις 6 Ιανουαρίου, πέρυσι, σε ζωντανή μετάδοση. Η βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο από τους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ, με στόχο την ανατροπή της εκλογής του Τζο Μπάιντεν, έθεσε για ώρες υπό πολιορκία τη δημοκρατία και ο πλανήτης παρακολουθούσε σε πραγματικό χρόνο.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει το «Associated Press» ένα χρόνο αργότερα, αν και πρόκειται για μια στιγμή στην ιστορία των ΗΠΑ που ήμασταν παρόντες, δεν υπάρχει εθνική συναίνεση, όπως αποδεικνύουν αρκετές δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών.
Ενας νεκρός αστυνομικός, δεκάδες τραυματισμένοι αστυνομικοί, καθώς 140 δέχτηκαν επίθεση, και τέσσερις ταραξίες νεκροί στην εξέγερση ήταν ο τραγικός ανθρώπινος απολογισμός. Αλλά το τραύμα στην ψυχή της Αμερικής ακόμη αποτιμάται ως προς το μέγεθός της.
Μια δημοσκόπηση της «Quinnipiac» διαπίστωσε ότι το 93% των Δημοκρατικών το θεωρούσε επίθεση στην κυβέρνηση, αλλά μόνο το 29% των Ρεπουμπλικανών συμφώνησε. Μια δημοσκόπηση του «Associated Press» και του «NORC Center for Public Affairs Research» βρήκε ότι περίπου 4 στους 10 Ρεπουμπλικανούς χαρακτηρίζουν την εισβολή ως βίαιη, σε αντίθεση με 9 στους 10 Δημοκρατικούς.
Ο πλανήτης είναι μάρτυρας μιας Αμερικής όπου όσοι είναι πρόθυμοι να κοιτάξουν πίσω στην εξέγερση αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικές πραγματικότητες, σε αυστηρά κομματικές γραμμές.
Μια δημοσκόπηση της «Washington Post-University of Maryland» που δημοσιεύτηκε το Σάββατο, 1 Ιανουαρίου, διαπίστωσε ότι το 72% των Ρεπουμπλικανών πιστεύει ότι ο πρόεδρος Τραμπ φέρει «κάποια» ή «καμία» ευθύνη για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.
Η «Washington Post» σε μία μακροσκελή ανάλυση της επίθεσης στο Καπιτώλιο, τη χαρακτηρίζει προμελετημένη και όχι αυθόρμητη ή απομονωμένη. Ηταν μια μάχη σε έναν ευρύτερο πόλεμο για την αλήθεια και για το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας.
Οπως αναφέρει, η επίθεση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική δημοκρατία ξεκίνησε την άνοιξη του 2020, όταν εξαπέλυσε σωρεία προληπτικών επιθέσεων κατά της ακεραιότητας των εκλογικών συστημάτων της χώρας. Οι αμφιβολίες που καλλιέργησε τελικά οδήγησαν σε οργή μέσα στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου, όταν ένας όχλος υπέρ του Τραμπ ήρθε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από τη συνάντησή του με τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, παγίδευσε νομοθέτες και βανδάλισε το σπίτι του Κογκρέσου στη χειρότερη βεβήλωση του οικοδομήματος.
Η επόμενη ημέρα ανήκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης και τους εισαγγελείς. Σχεδόν με κάθε μέτρο, η ποινική έρευνα για την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο είναι μια εισαγγελική προσπάθεια απαράμιλλης πολυπλοκότητας και εμβέλειας.
Για έναν ολόκληρο χρόνο, ομοσπονδιακοί πράκτορες σχεδόν σε κάθε πολιτεία εξετάζουν στοίβες από αναφορές πληροφοριοδοτών, συνεντεύξεις με μάρτυρες, δημόσιες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδιωτικά μηνύματα που λαμβάνονται με εντάλματα. Εχουν επίσης συλλέξει σχεδόν 14.000 ώρες βίντεο -από Μέσα Ενημέρωσης, κάμερες παρακολούθησης και κάμερες σώματος που φοριούνται από την Αστυνομία- αρκετά ακατέργαστα πλάνα που θα χρειαζόταν ενάμιση χρόνο 24ωρης προβολής για να το παρακολουθήσει κάποιος.
Ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης χαρακτήρισε την έρευνα μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία του, οι παραδοσιακοί αξιωματούχοι επιβολής του νόμου δεν ενεργούσαν μόνοι τους. Δουλεύοντας με πληροφορίες από διαδικτυακούς ιδιωτικούς ερευνητές – ντετέκτιβς (sleuth) που αυτοχαρακτηρίζονται ως «Sedition Hunters», οι αρχές έχουν κάνει περισσότερες από 700 συλλήψεις – με ελάχιστα σημάδια αργοπορίας.
Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι έως και 2.500 άτομα που συμμετείχαν στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για ομοσπονδιακά εγκλήματα. Αυτό περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 περιστατικά που οι εισαγγελείς πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να είναι επιθέσεις. Μέχρι αυτή την εβδομάδα, περισσότερα από 225 άτομα έχουν κατηγορηθεί για επίθεση ή παρέμβαση στην Αστυνομία εκείνη την ημέρα. Περίπου 275 έχουν κατηγορηθεί για αυτό που η κυβέρνηση περιγράφει ως το κύριο πολιτικό έγκλημα στις 6 Ιανουαρίου: παρεμπόδιση του καθήκοντος του Κογκρέσου να πιστοποιήσει την καταμέτρηση των προεδρικών ψήφων για το 2020. Λίγο πάνω από 300 άτομα έχουν κατηγορηθεί μόνο για μικροεγκλήματα, κυρίως παραβιάσεις και άτακτη συμπεριφορά.
Αλλά -σύμφωνα με τη «New York Times»- ένα μεγάλο ερώτημα κρέμεται πάνω από τις διώξεις: Θα προχωρήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης και πέρα από την κατηγορία των ίδιων των ταραχοποιών; Μέχρι στιγμής, το υπουργείο δεν έχει παράσχει καμία δημόσια ένδειξη για το βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει μια υπόθεση εναντίον του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του κύκλου των συμμάχων του που βοήθησαν να εμπνεύσουν χάος με τους αβάσιμους ισχυρισμούς τους για εκλογική νοθεία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ (Merrick B. Garland) αναμενόταν, χθες Τετάρτη, να δώσει ομιλία, μία ημέρα πριν από την επέτειο της επίθεσης στο Καπιτώλιο, αλλά δεν αναμένεται να δώσει κανένα μήνυμα για την κατεύθυνση της έρευνας του τμήματος. Μια εκπρόσωπος είπε ότι δεν θα αναφερθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή άτομα.
Το ερώτημα που παραμένει είναι τι θα συμβεί με όσους υποκίνησαν ή οργάνωσαν την εισβολή στο Καπιτώλιο, αλλά δεν συμμετείχαν σε αυτή. Προς το παρόν οι εισαγγελείς αφήνουν τους κοινοβουλευτικούς να εξετάσουν το θέμα.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει συστήσει επιτροπή η οποία προσπαθεί να ρίξει φως στον ρόλο του, όπως και αυτό των στενών του συνεργατών. Αν καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να απαγγελθούν κατηγορίες στον Τραμπ, τίποτα δεν εμποδίζει στους εισαγγελείς να ασκήσουν διώξεις.
Οι κατηγορούμενοι είναι στην πλειονότητά τους (87%) λευκοί, με μέσο όρο ηλικίας τα 39 έτη, «πιο μεγάλοι από τη συνηθισμένη ηλικία των εξτρεμιστών», υπογραμμίζει ο Βιντίνο, το κέντρο ερευνών του οποίου καταγράφει όλες τις διώξεις που ασκούνται στο πλαίσιο αυτής της έρευνας. Κατάγονται από διάφορες περιοχές των ΗΠΑ και το κοινωνικοοικονομικό τους προφίλ διαφέρει (δικηγόροι, μεσίτες, κηπουροί κ.ά.), αν και ο αριθμός των ατόμων που έχουν κάποια σχέση με τον στρατό είναι μεγάλος, όπως και αυτών που έχουν χρεοκοπήσει.
Μεταξύ αυτών υπάρχουν μέλη ακροδεξιών οργανώσεων, συνωμοσιολόγοι, αλλά και απλοί υποστηρικτές του Τραμπ που πείστηκαν από τη μετεκλογική του σταυροφορία.