Εκτενές αφιέρωμα στην ομογενή Τζένιφερ Ψάκη (Jen Psaki), με καταγωγή από την Μεσσηνία, την οποία ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επέλεξε να είναι η νέα εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, δημοσίευσε την Πέμπτη το «Associated Press», αναλύοντας τον ρόλο που θα έχει στην επικοινωνιακή διαχείριση των υποθέσεων που άπτονται της νέας κυβέρνησης.
Μετά από μία τετραετία κατά την οποία ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ λειτουργούσε ο ίδιος ως εκπρόσωπος Τύπου του εαυτού του, συχνά παραθέτοντας ψευδείς πληροφορίες και αναπαράγοντας θεωρίες συνομωσίας, ο διάδοχός του επιδιώκει να επιστρέψει σε μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση στην επικοινωνία του προέδρου με τους Αμερικανούς πολίτες, αναφέρει χαρακτηριστικά το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων.
Μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς πέφτει στους ώμους της Τζεν Ψάκη, η οποία είναι «βετεράνος» στον τομέα της επικοινωνίας, έχοντας εργαστεί σε πολλές εκστρατείες των Δημοκρατικών, ενώ διατηρούσε ηγετικό ρόλο στην κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, έχοντας διατελέσει αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου και διευθύντρια επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, όπως και εκπρόσωπος Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η ομογενής θα υπηρετήσει τον νέο της ρόλο σε μια κρίσιμη εποχή κατά την οποία κυριαρχεί ο σκεπτικισμός των πολιτών αναφορικά με τα μηνύματα που δέχεται από τους θεσμούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, των οποίων η σχέση με τον Λευκό Οίκο ήταν ιδιαίτερα τεταμένη κατά τη διάρκεια της θητείας Τραμπ.
Η κ. Ψάκη έγινε 42 ετών την Τρίτη και είναι πολύ γνωστή στην Ουάσιγκτον, αναφέρει το «AP».
«Αυτή η δουλειά, ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης, σε κάνει έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους ανθρώπους», δήλωσε ο Ρόμπερτ Γκιμπς, πρώην εκπρόσωπος Τύπου του Μπαράκ Ομπάμα. «Θα την αναγνωρίζουν ότι ταξιδεύει στο εξωτερικό. Θα την αναγνωρίζουν όταν θα πηγαίνει στο μανάβικο», τόνισε.
Ο Τραμπ προσέλαβε τέσσερις εκπροσώπους Τύπου, ενώ συχνά προτιμούσε να έρχεται σε επαφή από μόνος του με το εκλογικό σώμα μέσα από το ατελείωτα tweet του. Τόσο ο Τραμπ όσο και η επικοινωνιακή του ομάδα ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τους εντεταλμένους στον Λευκό Οίκο δημοσιογράφους.
Μία από τις εκπροσώπους Τύπου του Τραμπ, η Στέφανι Γκρίσαμ δεν προέβη ούτε σε μία ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της θητείας της, ενώ η πιο πρόσφατη επιλογή του, η Κάιλεϊ Μακενάνι, χρησιμοποιούσε τις σποραδικές ενημερώσεις της για να ασκεί κριτική στους ρεπόρτερ για τις ερωτήσεις που επέλεγαν να της απευθύνουν, να είναι δηκτική για το περιεχόμενο των ρεπορτάζ τους και να ενισχύει τους αβάσιμους ισχυρισμούς του προέδρου.
Ο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί να επαναφέρει τις καθημερινές ενημερώσεις προς τον Τύπο, ενώ η Ψάκη έχει διαμηνύσει ότι θεωρεί πυρήνα της νέας της δουλειάς την αναδόμηση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, ειδικά εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.
«Είναι δύσκολο να φανταστώ πόσο διαφορετικά θα είναι τα πράγματα σε δύο μήνες», είπε ο Στιούαρτ Στίβενς, κορυφαίος στρατηγιστής της προεδρικής εκστρατείας του Ρεπουμπλικανού Μιτ Ρόμνεϊ το 2012, περίοδο κατά την οποία η Ψάκη εργαζόταν στην εκστρατεία επανεκλογής του Ομπάμα.
Ο Στίβενς, σφοδρός επικριτής του Τραμπ, δήλωσε ότι μετά την Ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου, το επικοινωνιακό προσωπικό δεν «θα βαθμολογηθεί για την προθυμία του να πει ψέματα εκ μέρους του προέδρου».
Ο πρώην προσωπάρχης του Ομπάμα, Ντένις ΜακΝτόναφ θυμήθηκε τις ημέρες κατά τις οποίες η Ψάκη εισερχόταν στο γραφείο του και «ασκούσε έντονη πίεση» αναφορικά με κάποιο πολιτικό ζήτημα για να λάβει «απαντήσεις για τις οποίες γνώριζε ότι θα δέχονταν ερωτήσεις». Οπως είπε ο ίδιος, η στάση της μπορεί να ήταν την ίδια στιγμή ενοχλητική και ταυτόχρονα να τον εντυπωσιάζει. «Δεν ήταν αππλώς μια παθητική συμμετέχουσα που απλά έπαιρνε τα μηνύματα για να τα διαβιβάσει».
Ακόμα και έτσι, εκτιμά το «AP», η επιστροφή της επικοινωνιακής πολιτικής στην εποχή του Ομπάμα δεν είναι κάτι που όλοι οι δημοσιογράφοι επιθυμούν. Ενώ η σχέση του με τον Τύπο δεν ήταν τόσο ανταγωνιστική όσο εκείνη του Τραμπ, ο Λευκός Οίκος του Ομπάμα ήλεγχε πλήρως την πρόσβαση στις πληροφορίες, είχε αρνηθεί πολλά αιτήματα που βασίζονταν στην Πράξη για την Ελεύθερη Πρόσβαση στην Πληροφορία και είχε επιθετική στάση προς τον Τύπο σε κρίσιμα γεγονότα.