Η πανδημία του κορωνοϊού και τα πάμπολλα εμβόλια εμπόδισαν τον Γιώργο Αλεξίου να πάει φέτος στην Ινδία για να θαυμάσει από κοντά το φημισμένο Τατζ Μαχάλ, ένα από τα ομορφότερα μνημεία, που πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει ως το όγδοο θαύμα του Κόσμου. Κατόπιν αυτού, ο Γιώργος Αλεξίου φεύγει τη Δευτέρα για να επισκεφτεί, για πολλοστή φορά, τη γενέτειρα Ελλάδα.
Εχει γυρίσει όλο τον πλανήτη. Πάντοτε έλεγε: «Θέλω να πάω στην αρχή και στο τέλος του Κόσμου», εννοώντας ότι ήθελε να ταξιδέψει στις μακρινές άκρες της Γης. Και το έκανε. H πρώτη άκρη της Γης στην οποία πήγε, ήταν το βορειότερο άκρο της παγωμένης Αλάσκας. Πρόκειται για την παραθαλάσσια περιοχή Μπρούντχο Μπέι, στη βορειοανατολική άκρη της Αλάσκας, δίπλα στην οποία ανοίγεται ο πάντα παγωμένος Αρκτικός Ωκεανός.
Εκεί τερμάτισε το ταξίδι του, αφού προηγουμένως επισκέφτηκε άλλες περιοχές της Αλάσκας.
Σε κάποιες από τις περιοχές αυτές, πήγε με μικρό αεροπλάνο ελάχιστων επιβατών και σε άλλες, με έλκηθρο, που σερνόταν από σκύλους.
Το ταξίδι άρχισε από τη Νέα Υόρκη, με πρώτο σταθμό το Βανκούβερ του νοτιοδυτικού Καναδά, όπου παρέμεινε με τη σύζυγό του, τέσσερις μέρες. Στη συνέχεια, πήγαν με πλοίο στο Ανκορέιτζ. «Πολλοί τουρίστες αρκούνται στο ταξίδι αυτό», είπε ο κ. Αλεξίου. «Ομως, είναι κρίμα να μη συνεχίσεις, αφού η πραγματική Αλάσκα είναι στο εσωτερικό της, στο βάθος».
Η περιοδεία συνεχίστηκε με τουριστικό τρένο που τους πήγε στη γνωστή πόλη Φέρμπανξ της Αλάσκας, απ’ όπου πήραν μικρό αεροσκάφος που τους πήγε σε διάφορες περιοχές.
Ο κ. Αλεξίου θυμάται το βουνό Μακένζι, επάνω από το οποίο πέταξαν. «Το θέαμα ήταν μαγευτικό», είπε. «Κατόπιν χαμηλώσαμε για να δούμε δεκάδες ταράνδους που μετακινιόντουσαν επάνω στους ατέλειωτους πάγους».
Η περιοδεία συνεχίστηκε με άλλο μικρό αεροπλάνο για τρεισήμισι ώρες, μέχρι το Μπρούντχο Μπέι. Εκεί κοντά γίνονται και οι αμερικανικές γεωτρήσεις για πετρέλαιο. «Μου έκανε εντύπωση, ότι οι σωλήνες μεταφοράς του πετρελαίου είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μην εμποδίζουν τα διάφορα ζώα να περνούν άλλοτε από κάτω τους και άλλοτε από πάνω τους», πρόσθεσε ο κ. Αλεξίου.
Όταν πήγαν εκεί, ήταν καλοκαίρι και η θερμοκρασία ήταν 30 βαθμούς Φαρενάιτ. «Μας έλεγαν μερικοί από τις εκεί περιοχές, ότι όταν είναι κρύο και φτύνει κανείς, παγώνει στον αέρα, πριν πέσει κάτω», συνέχισε ο κ. Αλεξίου.
«Πριν φύγουμε από τη Ν. Υόρκη, με είχαν ρωτήσει στο ταξιδιωτικό γραφείο, γιατί θέλω να πάω στην άκρη του Κόσμου», πρόσθεσε. «Τους απάντησα ότι θέλω να δω τι θα νιώσω. Γιατί πιστεύω ότι εκεί θα δω τον Θεό».
Σε ορισμένες περιοχές μετακινήθηκαν με έλκηθρα που τραβούσαν σκυλιά. «Επειδή ήταν καλοκαίρι, τα χιόνια δεν ήταν παντού αρκετά για να σέρνονται τα έλκηθρα επάνω στον πάγο», συνέχισε ο κ. Αλεξίου. «Γι’ αυτό και τα σκυλιά τραβούσαν τα έλκηθρα με μεγάλη προσπάθεια σε πολλά σημεία. Ηταν αξέχαστες οι στιγμές που τα σκυλιά γάβγιζαν και μερικές φορές μάλωναν μεταξύ τους. Θα συνιστούσα στον κόσμο να πάει στην Αλάσκα. Οι καλύτεροι μήνες είναι τέλη Μαΐου, Ιούνιος και Ιούλιος. Τους άλλους μήνες, η ζωή αλλάζει διαφορετικά». Το ζεύγος Αλεξίου, εκτός από τους δύο πόλους, έχει πάει, επίσης, στην Κίνα, στην Αυστραλία, στη Νότιο Αφρική, στη Ζάμπια, στη Ζιμπάμπουε, στη Βραζιλία, Αργεντινή και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στην Ευρώπη, έχουν πάει μέχρι τα βόρεια σκανδιναβικά κράτη.
Φυσικά, στα ταξίδια του δεν ξεχνά την Ελλάδα. «Περνάω υπέροχα εκεί», τόνισε. «Η Ελλάδα είναι πανέμορφη, αλλά, μην ξεχνάμε ότι και σε άλλα κράτη υπάρχουν μεγάλες ομορφιές», υποστήριξε.
Το 2010 ο κ. Αλεξίου μπόρεσε να φτάσει με τη σύζυγό του στην παγωμένη νότια άκρη της Γης, να πατήσει στην Ανταρκτική με την Παταγονία και να δει από κοντά τα θρυλικά Στενά του Μαγγελάνου και τη Γη του Πυρός. Το ταξίδι του διήρκεσε δύο εβδομάδες.
«Είδα το μεγαλείο του Θεού και της φύσης», είπε ο κ. Αλεξίου. «Παντού ειρήνη και σιωπή και μόνο κάποιες στιγμές ακούγεται θόρυβος που προέρχεται μέσα από τους πάγους και βλέπεις ολόκληρα κομμάτια να αποχωρίζονται και να γκρεμίζονται στη θάλασσα. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον αισθάνεσαι καλά και ξεχνάς τα πάντα».
Φαντασμαγορικό ήταν το θέαμα στο Κίνγκς Τζορτζ Αϊλαντ της Ανταρκτικής. «Είδαμε τέσσερις επιστημονικούς σταθμούς, της Ν. Κορέας, της Κίνας, της Χιλής και της Ρωσίας», είπε ο κ. Αλεξίου. «Μάλιστα, οι Ρώσοι έχουν κάνει εκεί και μια μικρή εκκλησούλα με προκατασκευασμένα υλικά. Μείναμε σε μια παράγκα. Παντού παγόβουνα τριγύρω. Εκεί φορέσαμε περισσότερα ζεστά ρούχα και απ’ επάνω άλλες κοκκινωπές βαριές στολές για να αντιμετωπίσουμε το δυνατό κρύο. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε πολύ, γιατί μας εμπόδιζε το χοντρό μας ντύσιμο. Η φύση ήταν ανεπανάληπτη.
Βλέπαμε πιγκουίνους, θαλάσσιους ελέφαντες και θαλάσσιους λέοντες. Υπήρχε μια αγριότητα στο περιβάλλον, που συγχρόνως ήταν και φιλικό. Αισθανόμουν ότι είμαι ένας από τους λίγους ανθρώπους και ίσως σε κάποια σημεία και ο πρώτος που πάτησα ένα τμήμα της περιοχής αυτής της Ανταρκτικής. Ενιωθα μια αγαλλίαση και εκείνες τις ημέρες είχα ξεχάσει όλα μου τα θέματα. Μαζί μας είχαμε και έναν Χιλιανό οδηγό, ξεναγό, που μας είπε ότι θα προσπαθήσουμε να δούμε όσα περισσότερα μπορούμε, γιατί ήταν πάντα άγνωστο τι επεφύλαττε ο καιρός ύστερα από 2-3 ώρες. Προσωπικά ήμασταν τυχεροί, γιατί άρχισε να χιονίζει όταν φεύγαμε».