Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Σοχούμι της Γεωργίας, σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε, χθες, στην Αίθουσα του Θρόνου, στον Πατριαρχικό Οίκο στο Φανάρι.

Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σοχούμι, καθηγητής Zurab Khonelidze, προήδρευσε της τελετής, παρουσία μελών του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, και αναφέρθηκε, στην ομιλία του, στη διακονία και τη συνολική προσφορά του Παναγιωτάτου, καθώς και στους στενούς πνευματικούς δεσμούς του Οικουμενικού Θρόνου με την Εκκλησία και τον λαό της Γεωργίας.

Στη συνέχεια, ο Παναγιώτατος εκφώνησε την ομιλία του, κατά την οποία ευχαρίστησε το Πανεπιστήμιο του Σοχούμι για τη μεγάλη τιμή. Αναφερόμενος στη σημασία της παιδείας, επισήμανε, μεταξύ άλλων:

«Είναι κομβικής σημασίας η παιδεία, ομού με την επιστημονικήν γνώσιν, να μεταδίδη εις την νέαν γενεάν πνευματικάς αξίας, ανθρωπιστικά ιδεώδη, ήθος προσφοράς και αλληλεγγύης, δέσμευσιν διά την ειρήνην και την δικαιοσύνην, σεβασμόν προς την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μία βιολογική μονάς.

Η ζωή του δεν εξαντλείται εις τον αγώνα διά την επιβίωσιν, διά την κάλυψιν των υλικών αναγκών και διά την ικανοποίησιν των αισθήσεων. Εις όλας τας πτυχάς της ζωής, η διαχείρισις των πραγμάτων χρειάζεται την στήριξιν της πνευματικής, ηθικής και ανθρωπιστικής διαστάσεως και στοχοθεσίας.

Η ιστορία της ανθρωπότητος διδάσκει ότι αι μεγάλαι προκλήσεις δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επί τη βάσει μόνον πραγματιστικών επιλογών, τεχνοκρατικών και στενώς συμφεροντολογικών αποφάσεων, άνευ υψηλοτέρου, πέραν της χρησιμοθηρίας, αξιολογικού προσανατολισμού. Η απώθησις αυτής της αληθείας ωδήγει πάντοτε εις αδιέξοδα και καταστροφάς.

Προφανέστατα, δεν υπάρχει αληθής πρόοδος άνευ σεβασμού των πνευματικών αξιών. Η πίστις εις αυτάς τας αξίας είναι πηγή εμπνεύσεως, μας κατευθύνει προς το δέον, προς το γνήσιον συμφέρον, το οποίον είναι, κατά τον Πλάτωνα, το ‘’εις αγαθόν φέρον”.

Η άρνησις του υψηλού προορισμού του όχι μόνον δεν απελευθερώνει τον άνθρωπον, αλλά συρρικνώνει την ύπαρξίν του, τον εγκλωβίζει εις την απαισιοδοξίαν, την πεζότητα και τον κυνισμόν. ‘Ανευ της ελπίδος της αιωνιότητος, είναι δύσκολον να διαχειρισθώμεν τας αντιφάσεις και τους διχασμούς της ‘’ανθρωπίνης καταστάσεως”.

Όπου εξαφανίζεται η αίσθησις διά το μυστήριον του Θεού, γράφει σύγχρονος σπουδαίος θεολόγος, εκεί είναι αναπόφευκτος μία παραμόρφωσις ή τουλάχιστον εις υποβιβασμός της εικόνος του ανθρώπου. Διά τον λόγον αυτόν, δεν είναι δυνατόν να αποσιωπήσωμεν το ερώτημα περί της θρησκευτικής πίστεως, όταν αναφερώμεθα εις τον άνθρωπον (W. Pannenberg, Glaube und Wirklichkeit, München 1975, σ. 70).

Εν τω πνεύματι τούτω, επιθυμούμεν να τονίσωμεν και ενώπιον υμών, Ελλογιμώτατοι κύριε Πρύτανι και κύριοι καθηγηταί, ότι η Εκκλησία, υψίστη αξία της οποίας είναι η προστασία της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου, του επιγείου και του αιωνίου προορισμού του, έχει λόγον εις τα ανθρώπινα πράγματα, παραπέμπουσα αεί εις την αλήθειαν, ότι ‘’ουδέν ως ο άνθρωπος ιερόν, ω και φύσεως εκοινώνησεν ο Θεός” (Νικόλαος Καβάσιλας).

Με λάβαρον την αλήθειαν αυτήν, η Εκκλησία του Χριστού συμβάλλει εις τον εξανθρωπισμόν της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, παραπέμπει την επιστήμην εις τα όριά της, δηλούσα ότι δεν υπάρχει πρόοδος, όταν φαλκιδεύεται το ανθρώπινον πρόσωπον και καταστρέφεται ο οίκος του ανθρώπου, το φυσικόν περιβάλλον. Η ιστορία των κοινωνικών αγώνων διά την δικαιοσύνην, την ειρήνην και την αλληλεγγύην δεν είναι δυνατόν να γραφή χωρίς αναφοράν εις την συμβολήν της Εκκλησίας.

Έχομεν ακλόνητον την βεβαιότητα ότι πουθενά δεν κατηξιώθη, δεν ετιμήθη, το ανθρώπινον πρόσωπον τόσον, όσον εις τον Χριστιανισμόν, διά τον οποίον ο άνθρωπος είναι το ον, το πλασθέν κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν Αυτώ, αλλά και ‘’ο ηγαπημένος του Θεού”, διά την σωτηρίαν του οποίου ο Υιός και Λόγος του Θεού έλαβε την ημετέραν μορφήν και ήνοιξεν ημίν την πύλην του ουρανού».

Στη συνέχεια, ο Παναγιώτατος επισήμανε ότι προκαλεί δίκαιη απορία και λύπη το γεγονός ότι το νεωτερικό κίνημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου εστράφη κατά της Εκκλησίας, και η Εκκλησία απέρριπτε, μέχρι τα μέσα του 20ού αι., τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ασύμβατα με το χριστιανικόν δέον περί του ανθρώπου.

Και ο Πατριάρχης τόνισε: «Η ειρήνη δεν είναι αυτονόητον αποτέλεσμα της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, της πολιτισμικής αναπτύξεως, του οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού, αλλά απαιτεί αυτοθυσίαν και γενναιότητα διά την επίτευξίν της, ενώ η διατήρησίς της αποτελεί ατελεύτητον καθήκον.

Η ημετέρα Μετριότης τονίζει πάντοτε την συνάφειαν ειρήνης και δικαιοσύνης, στηρίζει πάσαν ειλικρινή πρωτοβουλίαν διά την καταλλαγήν και την ειρήνευσιν, αγωνίζεται διά την ενίσχυσιν της συμβολής των θρησκειών εις την θεμελίωσιν της ειρήνης των λαών και των πολιτισμών, εν ακλονήτω βεβαιότητι ότι αι θρησκείαι, αυταί αι μεγάλαι πνευματικαί δυνάμεις, δύνανται να συνεισφέρουν ουσιαστικώς εις την υπόθεσιν της ειρήνης, η οποία είναι ανέφικτος άνευ της ειρήνης μεταξύ των ιδίων των θρησκειών. Η οδός προς την ειρήνην αυτήν διέρχεται διά του διαθρησκειακού διαλόγου, ο οποίος προάγει την αμοιβαίαν εμπιστοσύνην και αναδεικνύει τας ενυπάρχουσας εις τας θρησκευτικάς παραδόσεις φιλανθρώπους αξίας».

Ο Παναγιώτατος σημείωσε ότι ο αγώνας για τα δικαιώματα του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του συνδέεται αναπόσπαστα και με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Πατριάρχης υπογράμμισε:

«Διά του τονισμού της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου και διά του εμπράκτου σεβασμού της, αι θρησκείαι συμβάλλουν εις τον αγώνα διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και εις την θεμελίωσιν ενός πολιτισμού δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και ειρήνης. Είμεθα δε πεπεισμένοι, ότι και τα Πανεπιστήμια ανά την οικουμένην, όταν λειτουργούν ως παλλάδια της επιστήμης και του ανθρωπισμού, προάγουν γνώσιν και ήθος ελευθερίας και είναι συνήγοροι των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ειρήνης».

Αμέσως μετά, χοροστάτησε στην Παράκληση που τελέστηκε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Πύλης Αδριανουπόλεως, από τον αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου, Ηλία Jinjolava, εφημέριο του ναού και υπεύθυνο της Γεωργιοφώνου Ορθοδόξου Κοινότητος της Πόλεως.

Ακολούθως, ο Πατριάρχης ευλόγησε την τράπεζα που παρετέθη στην Κοινοτική Αίθουσα.