Η φουστανέλα είναι ουσιαστικά η εξέλιξη του ανδρικού δωρικού χιτώνα, ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια. Πρόκειται για μια κοντή πολύπτυχη λευκή φούστα, που κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση.

Ο τίτλος «ΕΥΖΩΝΟΣ» σημαίνει «καλά ζωσμένος» (‘ευ’+’ζώνες’=οι καλά ζωσμένοι) είναι επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, ευρύτερα γνωστοί ως τσολιάδες, μετά τον αναγραμματισμό που σημειώθηκε του ονόματος “στολιάδες” από τη “στολή” που καθιερώθηκε επίσημα από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδας που έφερε και ο ίδιος σε επίσημες εμφανίσεις.
Η λέξη έχει τη ρίζα της στα ομηρικά έπη.
Η Ευζωνική στολή είναι παγκοσμίως γνωστή και εμφανίζεται ουσιαστικά με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Μετά το 1821 η Φουστανέλα καθιερώνεται ως η επίσημη Εθνική ενδυμασία όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της επανάστασης.
Η Ευζωνική στολή φέρει και τον συμβολισμό της σκλαβιάς από τους Τούρκους αφού οι Δίπλες της Φουστανέλας είναι ίσες με τα χρόνια της σκλαβιάς (400).
Το ολόλευκο χρώμα της φουστανέλλας, συμβολίζει την αγνότητα των αγώνων και θυσιών του δουλωμένου Έθνους, επί 400 χρόνια για την ανάκτηση της Εθνικής ανεξαρτησίας του και λευτεριάς του.
Τα υπόλοιπα μέρη της Ευζωνικής στολής είναι:
Το Φάριο. Είναι το καπέλο του Εύζωνα. Είναι φτιαγμένο από χοντρή τσόχα χρώματος κόκκινο και φέρει στο κέντρο το Εθνόσημο. Σε άλλες περιόδους έφερε την Βασιλική Κορώνα. Χαρακτηριστικό κομμάτι του Φάριου είναι η μακριά μαύρη φούντα. Θεωρείται ότι Συμβολίζει Το Δάκρυ του Χριστού κατά την Σταύρωση.
Το Πουκάμισο (υποδήτης). Είναι λευκό χρώμα και χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο άνοιγμα των μανικιών. Γενικά το λευκό χρώμα που κυριαρχεί στην Ευζωνική στολή θεωρείται ότι συμβολίζει την αγνότητα των Εθνικών Αγώνων.
Η Φέρμελη (γιλέκο). Είναι το γιλέκο της Ευζωνικής στολής και είναι το πιο δύσκολο κομμάτι κατά την διαδικασία κατασκευής της Ευζωνικής στολής. Στο πίσω μέρος, από τον ώμο και ως την μέση προεξέχουν δύο κομμάτια, όπου πάνω υπάρχουν λευκά και επίχρυσα νήματα με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας.
Ένα από αυτά τα σχέδια είναι το ‘Χ’ και το ‘Ο’ που αντιστοιχούν στις λέξεις ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’. Οι λωρίδες οι κίτρινες που υπάρχουν διευκρινίζουν τον βαθμό του Εύζωνα. Δύο λωρίδες είναι ο βαθμός του Λοχία και η μία ο βαθμός του Δεκανέα.
Τα Κρόσσια. Είναι χρώματος μπλε-άσπρο και συμβολίζουν το Εθνικό μας σύμβολο, την Γαλανόλευκη Σημαία.
Οι Επικνημίδες. Είναι κατασκευασμένες από μετάξι και χρώματος μαύρου.
Τα Τσαρούχια. Είναι κατασκευασμένα από δέρμα και χρώματος κόκκινου. Στην σόλα, ανάλογα το μέγεθος υπάρχουν 60 έως 120 καρφιά. Αυτό κάνει ιδιαίτερα εντυπωσιακή την κίνηση των Ευζώνων, ειδικά την ώρα των Βημάτων. Κατά μέσο όρο το κάθε τσαρούχι ζυγίζει 3,5 κιλά.
Πλέον χαρακτηριστικό κομμάτι είναι οι μαύρες φούντες που καταλήγουν στην μύτη του τσαρουχιού. Την εποχή που τα Ευζωνικά Τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, οι φούντες έκρυβαν αιχμηρό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν στις μάχες σώμα με σώμα.

Δερμάτινη ζώνη. Είναι η ζώνη του Εύζωνα όπου συγκρατούν τις φυσιγγιοθήκες και την θήκη της Ξιφολόγχης.
Οι Περισκελίδες. Είναι 100% βαμβακερές και οι Εύζωνες χρησιμοποιούν συνολικά τέσσερις (δύο για κάθε πόδι) για να υπάρχει τέλεια εφαρμογή και εικόνα. Και εδώ το χρώμα είναι λευκό.
Εσωτερική ζώνη. Είναι κατασκευασμένη από δέρμα και συγκρατά τεντωμένες τις κάλτσες του Εύζωνα. Ουσιαστικά κάνουν την δουλειά που κάνουν και οι ζαρτιέρες αλλά για ευνόητους λόγους οι Εύζωνες αποφεύγουν να το αναφέρουν.
Όπλο. Το όπλο που χρησιμοποιείται είναι το Μ1 Garrand. Είναι το πιο δύσκολο κομμάτι και όχι μόνο λόγου βάρους, αλλά περισσότερο λόγου της σωματικής πίεσης που ασκείται στο σώμα του Εύζωνα.
Για να είναι επιβλητική η κίνηση του Εύζωνα, στην κίνηση του «επ΄ώμου» ο Εύζωνας χτυπά με μεγάλη δύναμη το όπλο στον ώμου του για να προκληθεί θόρυβος.
Στις πρώτες υπηρεσίες οι αριστεροί ώμοι όλων των Ευζώνων είναι μελανιασμένοι.
Η Ξιφολόγχη. Η Ξιφολόγχη είναι αναρτημένη στο όπλο σε όλη την διάρκεια της υπηρεσίας όπως και στις παρελάσεις.