*Γράφει η
– ΕπικοινωνιολόγοςΟ Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αντιμετώπισε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο: να καθοδηγήσει μια διχασμένη Αμερική μέσα σε έναν ασύλληπτα διχασμένο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η προεδρία του έχει χαρακτηριστεί από αξιοσημείωτα επιτεύγματα. Στο εξωτερικό, ο Μπάιντεν αποκατέστησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το θεμέλιο του ελεύθερου κόσμου, ενώ ηγήθηκε της επιτυχούς προσπάθειας να βοηθήσει την Ουκρανία να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα. Στο εσωτερικό, θεράπευσε μια οικονομία που είχε πληγεί από την πανδημία και έθεσε τη χώρα σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
Ανέλαβε την προεδρία με προτεραιότητα το εσωτερικό μέτωπο, αποφασισμένος να ενισχύσει τη μεσαία τάξη και να μειώσει τον κομματικό διχασμό. Προς αυτήν την κατεύθυνση, καθοδήγησε με επιτυχία ένα εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμο Κογκρέσο κατά τη διαδικασία έγκρισης μεγάλων επενδύσεων που στόχευαν στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και τη στήριξη των Αμερικανών εργαζομένων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποσυντόνισε, αναμφίβολα την προσοχή του από την εσωτερική του ατζέντα. Ωστόσο, ο Μπάιντεν δεν κατάφερε να επιτύχει τον πιο φιλόδοξο στόχο του: να κερδίσει «τη μάχη για την ψυχή αυτού του έθνους». Χρειαζόταν άλλα τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο του.
Ο ηγέτης των συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο
Ο Μπάιντεν αποκατέστησε την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, ιδιαίτερα μεταξύ συμμάχων και εταίρων, πετυχαίνοντας τη δέσμευση του αμερικανικού έθνους για τη διατήρηση μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Άρχισε να επιδιορθώνει άμεσα τις σχέσεις με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, μια προσπάθεια που απέδωσε καρπούς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ακόμα και πριν από την επίθεση της Ρωσίας, είχε ξεκινήσει να θέτει τα θεμέλια για τη ροή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας που επέτρεψε στην Ουκρανία να αποκρούσει τις ρωσικές προσπάθειες υποταγής της χώρας. Μια κατάσταση αδιεξόδου επικρατεί σήμερα, με το Κίεβο να διατηρεί τον έλεγχο περίπου του 80 τοις εκατό της επικράτειας της χώρας—ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής της Ρωσίας. Συνολικά, οι ρωσικές δυνάμεις φέρεται να έχουν καταλάβει περίπου 800 τετραγωνικά χιλιόμετρα (310 τετραγωνικά μίλια) ουκρανικής επικράτειας το 2024.
attlefield situation in Ukraine as at 11 October 2024
Source: Ministry of Defence, ‘Official ‘X’ account‘, 11 October 2024.
Σήμερα, το ΝΑΤΟ είναι ισχυρό και ενωμένο. Τα δύο τρίτα των μελών του καλύπτουν πλέον τον στόχο των αμυντικών δαπανών που ανέρχεται τουλάχιστον στο 2 τοις εκατό του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το μόλις ένα τρίτο των μελών το 2020. Επίσης, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν ενταχθεί στη συμμαχία, ενισχύοντας τη συνολική ισχύ του ΝΑΤΟ και προσδίδοντάς του μεγαλύτερη επιρροή στη βόρεια Ευρώπη. Η συμμαχία μπορεί εν μέρει να ευχαριστεί τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν για αυτή την ανασύνταξη, αλλά η ηγεσία του Μπάιντεν απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα υπήρξε σταθερή και αποφασιστική.
Το ίδιο ισχύει και για τις αμερικανικές συμμαχίες στην Ασία. Αν και δεν υπάρχει αντίστοιχη οργάνωση με το ΝΑΤΟ στην Ασία, για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη ισχύ και φιλοδοξία της Κίνας, ο Μπάιντεν επένδυσε σε ένα δίκτυο στρατηγικών συνεργασιών με σημαντικές χώρες, μεταξύ των οποίων, την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία (βλ. AUKUS pact, the Quad). Ενίσχυσε επίσης την αποτρεπτική ικανότητα των ΗΠΑ, αποκλίνοντας από την παράδοση της «στρατηγικής της αμφισημίας» και επιβεβαιώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης. Για άλλη μια φορά, ο Μπάιντεν επέδειξε σταθερή και αποφασιστική ηγεσία. Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ σίγουρα το έχει παρατηρήσει, διαμαρτυρόμενος, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να εφαρμόσουν «ολοκληρωμένη συγκράτηση, περικύκλωση και καταπίεση εναντίον μας».
Η προτεραιότητα στην «ολοκληρωμένη αποτροπή» της Στρατηγικής Εθνικής Άμυνας του 2022 ήταν σωστή και πολλά υποσχόμενη, αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε να την υλοποιήσει με ενέργειες και επενδύσεις που να υποδεικνύουν μια νέα προσέγγιση για την αποτροπή. Η κύρια αποτυχία στην αμυντική πολιτική εντοπίστηκε στην αστοχία κατάλληλης διασύνδεσης μεταξύ των χρονικά εντοπισμένων εξωτερικών απειλών με τους προϋπολογισμούς.
Ο Μπάιντεν έχει δεχθεί κριτική για τη συνεχή υποστήριξη της στρατιωτικής δράσης του Ισραήλ κατά της Χαμάς. Παρόλα αυτά ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει επανειλημμένα ασκήσει πίεση στους Ισραηλινούς για την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύει έμπρακτα την αφοσίωσή του στο σύμμαχό του, μένοντας πιστός στην πεποίθησή του ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να αμύνεται.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να παρέχουν βοήθεια σε ξένες κυβερνήσεις ή ομάδες που διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια κόκκινη γραμμή που καθορίζεται από τον αποκαλούμενο Νόμο Leahy (Leahy Law). Στη λογική αυτή, η διοίκηση Μπάιντεν ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο του 2023 ότι δεν θα παρέχει όπλα σε αποδέκτες που θεωρείται πιθανό να διαπράξουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κάποιοι νομικοί μελετητές και επικριτές έχουν ισχυριστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν εφαρμόσει τον Νόμο Leahy σε σχέση με το Ισραήλ, όπως έχουν κάνει με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής.
Οικονομική Πολιτική και Ενίσχυση της Μεσαίας Τάξης
Ο Μπάιντεν κατηύθυνε με επιδεξιότητα τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, ενώ παράλληλα προώθησε σημαντικές επενδύσεις στο εσωτερικό. Παρά τις αδύναμες κομματικές πλειοψηφίες στο Κογκρέσο, κατάφερε να εξασφαλίσει μεγάλα νομοθετήματα—τον νόμο για την οικονομική βοήθεια στην πανδημία (the American Rescue Plan), τον νόμο για τις επενδύσεις σε υποδομές και θέσεις εργασίας (the Bipartisan Infrastructure Deal), τον νόμο CHIPS και Επιστήμης (the CHIPS and Science Act) και τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (the Inflation Reduction Act) —που προώθησαν μια σειρά από κρίσιμους και αλληλένδετους στόχους.
Αυτά τα νομοθετήματα βοήθησαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ώθηση της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Κατηύθυναν επενδύσεις σε περιοχές που έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση, με στόχο την ενίσχυση της μεσαίας τάξης της χώρας. Προώθησαν την οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ, επαναπατρίζοντας την παραγωγή και τις αλυσίδες εφοδιασμού σε κρίσιμους τομείς και επενδύοντας στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών στους ημιαγωγούς και την τεχνητή νοημοσύνη. Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού ξεχωρίζει αναμφίβολα ως η μεγαλύτερη επένδυση της χώρας στην καθαρή ενέργεια και την κλιματική δράση.
Ο Μπάιντεν συνδύασε αυτές τις εγχώριες επενδύσεις με μια νέα προσέγγιση στο εξωτερικό εμπόριο, επιλέγοντας συνετά να απομακρυνθεί από αρκετές δεκαετίες υπερ-παγκοσμιοποίησης. Ισορρόπησε το διεθνές εμπόριο με βιομηχανικές πολιτικές και προστατευτικά μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζόμενων Αμερικανών και στην περιβαλλοντική αναβάθμιση της αμερικανικής οικονομίας. Το είδος της παγκοσμιοποίησης που πρεσβεύει ο Μπάιντεν—μια προσέγγιση που ενισχύει την οικονομική ασφάλεια και ωφελεί ευρύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος—είναι πιθανό να διατηρηθεί και επί Τραμπ.
Ένα Διχασμένο Έθνος
Παρά τον εντυπωσιακό κατάλογο επιτευγμάτων, ο Μπάιντεν αποχώρησε από την προεδρική κούρσα, αναμφίβολα απογοητευμένος που δεν κατάφερε να κάνει περισσότερα για να θεραπεύσει το έθνος. Μέρος του προβλήματος είναι ότι ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν είχε υπηρετήσει μια δεύτερη θητεία, πάλι θα εξαντλούσε τον χρόνο του για να φέρει αποτελέσματα η ατζέντα του.
Η ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης και, μαζί με αυτήν, του πολιτικού κέντρου της χώρας θα απαιτήσει -υπό τις καλύτερες συνθήκες- μία ή δύο γενιές. Οι νέες υποδομές χρειάζονται χρόνια για να ολοκληρωθούν, τα νέα εργοστάσια βρίσκονται ακόμα στη φάση προγραμματισμού, οι εργαζόμενοι χρειάζονται χρόνο για επανεκπαίδευση. Επιπλέον, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία δεν είναι η λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αποβιομηχανοποιημένη καρδιά της χώρας. Η πρόκληση είναι να εξασφαλιστούν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, όπου θα εργάζεται η πλειονότητα των Αμερικανών στη νέα ψηφιακή εποχή.
Ο Μπάιντεν επίσης συνάντησε αντίσταση από το Κογκρέσο. Η πρότασή του ”Build Back Better″ αρχικά προέβλεπε περίπου 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε εγχώριες δαπάνες. Ωστόσο, το Κογκρέσο αφαίρεσε πολλές από τις διατάξεις που θα είχαν τον πιο άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους Αμερικανούς, όπως τη δωρεάν προσχολική εκπαίδευση, τα δωρεάν κοινοτικά κολέγια, την κρατικά επιδοτούμενη οικογενειακή άδεια και την πίστωση φόρου για τα παιδιά. Ο Μπάιντεν προσπάθησε να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές για να βελτιώσει τη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών που βρίσκονται σε ανάγκη, αλλά δεν κατάφερε να πείσει το Κογκρέσο να συναινέσει, εν μέρει λόγω δικαιολογημένων ανησυχιών για τον πληθωρισμό και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος.
Ο Μπάιντεν επίσης δυσκολεύτηκε στο θέμα της μετανάστευσης. Αρχικά, αύξησε τις ποσοστώσεις προσφύγων, τερμάτισε τον διαχωρισμό οικογενειών και επανέφερε προϋπάρχουσες διαδικασίες ασύλου, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να «αναδομήσει ένα ασφαλές, τακτικό και ανθρώπινο σύστημα μετανάστευσης», το οποίο είχε καταστραφεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Όμως, τα νότια σύνορα κατακλύστηκαν σύντομα. Το 2022 περίπου 2,2 εκατομμύρια μετανάστες (αριθμός-ρεκόρ) διέσχισαν παράνομα τα νότια σύνορα.
Παρά τις σημαντικές καινοτομίες, όπως η εισαγωγή μιας εφαρμογής που επέτρεπε στους αιτούντες άσυλο από το Μεξικό να προγραμματίζουν ραντεβού σε ένα σημείο εισόδου στις ΗΠΑ, η πολιτική αναγκαιότητα ανάγκασε τον Μπάιντεν να αφήσει την πρακτικότητα να υπερισχύσει των αρχών. Η πίεση αυξανόταν και μέσα στο ίδιο του το κόμμα, με Δημοκρατικούς δημάρχους σε μεγάλες πόλεις—όπως το Σικάγο, το Ντένβερ, το Χιούστον, το Λος Άντζελες και η Νέα Υόρκη—να πασχίζουν να παρέχουν καταφύγιο και υποστήριξη στους χιλιάδες μετανάστες που έφταναν στις πόλεις τους. Ο Μπάιντεν δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί και πάλι σε αυστηρότερα μέτρα για να μειώσει τη ροή των μεταναστών.
Κληρονομιά και Ανολοκλήρωτες Υποσχέσεις
Η επιτυχής προσπάθεια του Μπάιντεν να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί απέναντι στη Ρωσία, αν και αποτελεί σημαντικό επίτευγμα, τον αποσυντόνισε από την εγχώρια ατζέντα του. Ξεκίνησε από τη σωστή βάση, επιδιώκοντας μια «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη». Ολοκλήρωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, μια απαραίτητη κίνηση (καθώς η αποστολή δεν κατάφερνε να κρατήσει τους Ταλιμπάν υπό έλεγχο), η οποία όμως διεξήχθη με αιματηρό και λανθασμένο τρόπο. Αναθεώρησε την εμπορική πολιτική, προσπαθώντας να διαμορφώσει μια πιο ήπια εκδοχή της παγκοσμιοποίησης που να ωφελεί περισσότερους Αμερικανούς.
Ο Μπάιντεν φαίνεται να κατάλαβε ότι η αμερικανική διπλωματία είχε χάσει την πολιτική νομιμοποίηση και ότι θα έπρεπε να αναζωπυρώσει τη δημόσια υποστήριξη για τον διεθνισμό. Παρουσίασε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως μια καθοριστική μάχη μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας, ένα αφήγημα που δεν έπεισε αρκετές χώρες να επιλέξουν πλευρά. Υπερεκτίμησε τη διάρκεια της διακομματικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, υποτιμώντας τη συνεχιζόμενη απήχηση της αφήγησης «Πρώτα η Αμερική». Αυτό το λάθος φάνηκε ξεκάθαρα στη διάρκεια της επτάμηνης καθυστέρησης, προκειμένου να εγκρίνει το Κογκρέσο το ποσό των 61 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε βοήθεια προς την Ουκρανία, που τελικά εγκρίθηκε τον Απρίλιο.
Ο Μπάιντεν έχει δίκιο ότι η Ουκρανία αξίζει την συνεχή αμερικανική βοήθεια. Η επιβίωσή της εξαρτάται από την ικανότητά της να αμύνεται μακροπρόθεσμα απέναντι στη Ρωσία. Παρόλο που η Καμάλα Χάρις υποστήριξε αυτό το επιχείρημα στην προεκλογική της εκστρατεία για τη διαδοχή του Μπάιντεν, οι Δημοκρατικοί χρειάζονται μια στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και τη διασφάλιση ότι η χώρα, ακόμα κι αν δεν ελέγχει πλήρως όλη την επικράτειά της, θα εξελιχθεί σε μια σταθερή και ευημερούσα δημοκρατία, ικανή να αποκρούει μόνιμα τη Ρωσία. Αυτό το επίτευγμα – μια κυρίαρχη και δημοκρατική Ουκρανία- θα αποτελούσε αποφασιστική στρατηγική ήττα για τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Πούτιν.
Οι αμερικανικές εκλογές του 2024 αποτέλεσαν άλλη μια «μάχη για την ψυχή αυτού του έθνους». Ο Μπάιντεν είχε καταστήσει σαφές στο διάγγελμά του από το Οβάλ Γραφείο στις 24 Ιουλίου το εξής: «Το αν θα διατηρήσουμε τη δημοκρατία μας βρίσκεται πλέον στα χέρια σας». Η ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης και του ιδεολογικού κέντρου της Αμερικής είναι το σημείο εκκίνησης όχι μόνο για την επούλωση του έθνους, αλλά και για την αναβίωση μιας εγχώριας συναίνεσης που στηρίζει μια συνεπή και σταθερή εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν κατανόησε αυτή την πρόκληση και έθεσε τη χώρα σε σωστή πορεία. Η κληρονομιά του είναι τεράστια, εφόσον ο διάδοχός του συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε.