Δημοσιεύτηκε από: PRESSROOM | 18 Αυγούστου 2024, 11:25 πμ
* Του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη
17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, 1922
ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ “ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ”, ΕΙΝΑΙ ΘΑΜΜΕΝΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ…
Η μάχη του Αλή Βεράν (17 Αυγούστου 1922) έλαβε χώρα στην Μικρά Ασία στο στενό πέρασμα ανάμεσα στους δίδυμους λόφους “Κιουτσούκ” και “Μπουγιούκ Αντά” και παρά τους πρόποδες των ορέων “Μουράτ”, “Χασάν Ντεντέ” και “Αντά Τεπέ”.
Αντίπαλοι ήταν, από τη μία μονάδες των Α΄ και Β΄ Σωμάτων του ελληνικού στρατού με διοικητή τον αρχιστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη (με 16 τάγματα) και από την άλλη, πολυπληθέστερα τμήματα υπό την ηγεσία του Κεμάλ, που αποτελούσαν 60 τάγματα.
Ηταν η μάχη που επέφερε την τελειωτική ήττα των Ελληνικών Δυνάμεων στη Μικρά Ασία και οδήγησε στην καταστροφή της Σμύρνης και λίγο αργότερα στην παράδοση της Ανατολικής Θράκης.
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ…
“Αλή Βεράν”, αυτή η καταραμένη λέξη, συνώνυμη της κόλασης, με στοίχειωνε από παιδί.
Ηταν Οκτώβριος του 1969, όταν πήγα στο Διδυμότειχο τον παππού μου Αναστάση να τον εξετάσει ο στρατιωτικός γιατρός, καρδιολόγος Αντώνης Αρχοντώνης (αδερφός του Πατριάρχη Βαρθολομαίου).
Οταν είδε το διαμπερές τραύμα που έφερε ο παππούς μου από τη Μικρασία, λίγο πάνω από το μέρος της καρδιάς, ο Αρχοντώνης, τον ρώτησε.
“Μπάρμπα Τάσο, που το απέκτησες το τραύμα;”
Ο παππούς μου δίστασε για λίγο.
Υστερα ψιθύρισε μια λέξη.
“ΑληΒεράν”…
Σκοτείνιασε…
Ο Αρχοντώνης σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήγε, φόρεσε το πηλίκιό του, τράβηξε το πάνω μέρος της στολής του, χτύπησε με δύναμη το πόδι του, στάθηκε σε στάση προσοχής, και χαιρέτησε τον παππού μου, που κείτονταν αδύναμος στο εξεταστικό κρεββάτι.
Εμεινε για λίγο ακίνητος, ύστερα έγειρε μπροστά το κεφάλι του και ψιθύρισε.
“Μόνο οι πολύ ΓΕΝΝΑΙΟΙ γλύτωσαν εκεί…”
“Ολοι όσοι βρέθηκαν εκεί, ήταν ΓΕΝΝΑΙΟΙ”, απάντησε ο παππούς μου.
“ΟΛΟΙ”, επανέλαβε δυνατά. “ΟΛΟΙ!”
Βγαίνοντας από το ιατρείο, ρώτησα τον παππού μου, τι ήταν το “Αλή Βεράν”.
“Χειρότερο και από κόλαση…”, απάντησε.
Αλλη φορά δεν μου μίλησε για αυτή τη μάχη.
ΠΩΣ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗ ΜΑΧΗ ΕΚΕΊΝΗ
“Πώς να περιγράψει κανείς τη μάχη εκείνη; Παρόμοιά της δεν έχει άλλη η πολυτάραχη Ιστορία μας. Πώς να ζωγραφίσει τα λαμπρά παλικάρια; Δεν ήταν ήρωες οι πολεμιστές του Αλή Βεράν – ημίθεοι, Αίαντες και Ηρακλείς πολεμούσαν στις γραμμές μας.
Είναι εκείνοι, που το ζοφερό απομεσήμερο της καταραμένης ημέρας, την ώρα της συμφοράς, τη στιγμή που στα φλογισμένα μέτωπα τους νιώθουν το παγερό χάδι του Χάρου, δεν δειλιάζουν.
Ξεδιπλώνουν τις Κυανόλευκες, τραβούν τις ξιφολόγχες κι ορμούν. Η κραυγή «Αέρα!» αντηχεί και πάλι στα φαράγγια της Ασίας. Κακόμοιρες πατρίδες…. Πόσο καιρό είχατε να σκιρτήσετε στο γλυκόλογο αυτό… «Αέρα!»… Χαρήτε το… Θάναι το τελευταίο…
Δεν χρειάζονται δάκρυα για τους ημίθεους – οι θνητοί θέλουν και δάκρυα και λειτουργίες. Εκείνοι είναι αθάνατοι. Γι άλλους ας τρέξουν τα δάκρυα… Γι’ αυτούς, που και στις υπέροχες τούτες στιγμές δεν μπορούν να ξεκολλήσουν απ’ το χώμα. Είναι σκουλήκια που κατέτρωγαν τα σωθικά της περήφανης Στρατιάς.
Την ώρα, που οι συνάδελφοι τους πεθαίνουν για να μείνουν αθάνατοι, εκείνοι φεύγουν για να μην υπάρξουν ποτέ. Να γιατί δεν αναφέρονται τα ονόματά τους. ‘Ηταν λίγοι, αλλά τόσο δειλοί, τόσο μεγάλο το κακό που έκαναν, ώστε αιώνια πρέπει να τους βαραίνει τ’ ανάθεμα της Φυλής.
– Γιαλλάχ! Γιαλλάααχ!…
Ήταν απίστευτη η λύσσα των Τούρκων. Επιτίθενται και το πυροβολικό τους ξερνά άφθονο το καυτό σίδερο. Σκαρφαλωμένα στις γύρω πλαγιές τα τουρκικά πυροβόλα, μεταβάλλουν τη κοιλάδα σε Κόλαση. Οι οβίδες σκάζουν η μιά δίπλα στην άλλη κι οι εκρήξεις τους πνίγονται μέσα στις σάρκες των ανδρών μας. Οι Τούρκοι ορμούν, αλλ’ οι γενναίοι μας δεν φεύγουν.
Εκεί, στην είσοδο της χαράδρας του Αλή Βεράν, έχει γαντζωθεί η 13η Μεραρχία. Οι «Μεμέτηδες» πλησιάζουν δεν τους ρίχνουν. Περιμένουν και, όταν φθάνουν στα 200 μέτρα, τους τσακίζουν. Στη κρίσιμη εκείνη στιγμή κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά τους. Αλλά το κόκκινο λεφούσι επιστρέφει σαν το μανιασμένο κύμα της πλημμύρας.
Κι η τιτανομαχία αρχίζει. Κανένας – ναι, είναι αλήθεια – Στρατός του Κόσμου δεν θα μπορούσε να πολεμήσει όπως οι γενναίοι της 13ης. Έχουν γαντζωθεί στα μετερίζια τους, κι δεν φεύγουν. Πώς μπορούσαν ν’ αφήσουν την αγαπημένη γη; ‘ Ηταν τα ίδια εκείνα χώματα, που πριν δυο χρόνια, με τον Κονδύλη, τον Διαλέτη, τον Πλαστήρα, είχαν απελευθερώσει. Πώς θα τ’ άφηναν τώρα;
Δεν φεύγουν, πολεμούν. Και μαζί τους μάχονται ο Αβράμπος κι ο Τσάκαλος, ο σεμνός εκείνος ήρωας, που γράφει τον επίλογο μιας επικής σταδιοδρομίας.
Ο ΤΣΑΚΑΛΟΣ…
Στην κρίσιμη στιγμή ένα τάγμα διαλύεται. Δεν φεύγουν οι στρατιώτες μας. Ακολουθούν τον διοικητή τους. Κι είναι το βλέμμα τους γεμάτο απορία: Γιατί; Γιατί έφυγαν; Ίσως για να δώσουν τη θέση τους σ’ έναν ήρωα. Ο ταγματάρχης Ματσούκας με μια τρομερή πολεμική κραυγή ξεσηκώνει τα παλικάρια του. Οι Τούρκοι φεύγουν και πάλι. Η μάχη έχει προσλάβει ένα δραματικό μεγαλείο. Δεξιά, ένα άλλο τάγμα κλονίζεται, βρέθηκε ένας ακόμη Έλληνας αξιωματικός να δειλιάσει. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τον Δασωμένο Λόφο. Αν μείνουν, το παν έχει χαθεί. Και τότε ξεπροβάλλει καθαρά η ευθύνη αυτών, που προστάτεψαν τους δειλούς. Το τάγμα διαλύεται. Οι άνδρες φεύγουν κι ο πανικός τους απειλεί να μεταδοθεί και στους άλλους. Δεν υπάρχει παρά μία μόνο ελπίδα.
Ο ταγματάρχης Βλάχος διατάζεται ν’ αναλάβει τη διοίκηση του διαλυθέντος τάγματος. Βιαστικά αποχαιρετά τους ουλαμίτες του: «Παιδιά, το νου σας…», φωνάζει. Κι αρπάζοντας μια σημαία σπεύδει. Οι στρατιώτες του – οι άνδρες της νέας μονάδας του – τρέχουν σαν λαγοί, πανικόβλητοι.
«Πού πάτε, μωρέ;…» βροντοφωνεί ο Τσάκαλος. «Αυτά τα σκυλιά φοβάστε; Εμπρός μαζί μου…»
Ήταν θαυματουργά τα λόγια εκείνα. Οι «λαγοί» μεταβάλλονται σε λιοντάρια. Το «Αέρα» τους είναι ένας τρομακτικός βρυχηθμός. Οι λόγχες ξεκοιλιάζουν τους Τούρκους και τα «Μεμέτια» τρέπονται σε φυγή. Ο Τσάκαλος Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν – ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας.
Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Αστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μέτρα μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων – είναι οι εφεδρείες του.
Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό… πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς.
Αλλ’ ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους.
Η νίκη έχει σιμώσει.
Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγή οβίδα τσακίζει τα πόδια του – τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα.
Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει.
Ζητεί να τον στήσουν σ’ ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του.
Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ’ ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά:
– «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώς πάμε;»
– «Νικήσαμε… οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές.
Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός.
Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη.
Πίσω απ’ το διοικητήριο, σ’ ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του – είναι η μνηστή του.
– «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ’ ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος…»
Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες
ΤI ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ…
Ύστερα από την αποτυχημένη έκβαση της Μάχης του Σαγγαρίου, τον Ιούνιο του 1921, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν, υποχωρώντας στις οχυρωμένες βάσεις εξόρμησής τους, επί της γραμμής Εσκί Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ, δυτικά του Σαγγαρίου.
Έως και τον Αύγουστο του 1922, ουδεμία αξιοσημείωτη στρατιωτική ενέργεια αναλήφθηκε εκατέρωθεν, γεγονός που ευνόησε την τουρκική στρατιά η οποία βρήκε το χρόνο να ενισχυθεί σε άνδρες, πολεμοφόδια και υλικό.
Ο Κεμάλ συνήψε σύμφωνο φιλίας με τη Ρωσία του Λένιν και έλαβε βοήθεια ύψους 80 εκατομμυρίων λιρών (ίση με έναν προϋπολογισμό της Τουρκίας)!
Οι πρώην σύμμαχοι μας, οι Γάλλοι, εγκατέλειψαν την Κιλικία και άφησαν στον Κεμάλ όπλα, πολεμοφόδια, υλικό πολέμου, ενώ του χορήγησαν και ένα γενναίο δάνειο.
Βρισκόμενη σε οικονομική δυσχέρεια, η κυβέρνηση των Αθηνών έστρεψε τη δραστηριότητά της στο διπλωματικό πεδίο, αναγκασμένη να αναζητήσει συμβιβαστική λύση, ενώ με εσωτερικό δανεισμό, με το “Δάνειον της Μεγάλης Ελλάδος”, προσπαθούσε να αντλήσει πόρους για να στηρίξει τις δυνάμεις στη Μικρά Ασία.
Η τουρκική πλευρά απέρριψε κάθε είδους μεσολαβητική πρόταση, επιδιώκοντας την ολοκληρωτική επικράτησή της στο στρατιωτικό πεδίο.
Ενα παράτολμο Ελληνικό σχέδιο που απέβλεπε στην αιφνίδια κατάληψη της Πόλης προκειμένου να εξαναγκάσει τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση, έμεινε στα χαρτιά, λόγω της κάθετης άρνησης των “Συμμάχων” μας, οι οποίοι απείλησαν οτι θα βρεθούν απέναντί μας.
Ετσι ο Ελληνικός Στρατός, εξασθενημένος, εξαντλημένος, υποσιτισμένος (για μέρες τρέφονταν μ’ ένα τάσι βραστό στάρι και νερόβραστα μακαρόνια), διαιρεμένος μεταξύ “Βασιλικών” και “Βενιζελικών” και με ηγεσία που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των περιστάσεων, οδηγήθηκε να δώσει υπό άνισους όρους, την ύστατη μάχη.
ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ…
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου του 1922 εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση των τουρκικών δυνάμεων κατά του ελληνικού μετώπου, στον πλέον μειονεκτικό νότιο τομέα του, την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ.
Εκεί οι τουρκικές θέσεις ήταν ψηλότερα από τις ελληνικές, ενώ σχετικά κοντά στο μέτωπο βρίσκονταν οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι σταθμοί από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός των ελληνικών μονάδων.
Μετά από καταιγιστικό μπαράζ του τουρκικού πυροβολικού πού διέλυσε τα χαρακώματα στην πρώτη γραμμή αντιστάσεως της 4ης Ελληνικής μεραρχίας, οι τούρκοι επετέθηκαν, τα κατἐλαβαν και ανάγκασαν τους αμυνόμενους να υποχωρήσουν στην δεύτερη γραμμή αντιστάσεως.
Ο συνταγματάρχης Πλαστήρας διατάχθηκε με το 5/42 Σύνταγμά του των ευζώνων και άλλες μονάδες να ανακαταλάβει τις χαμένες θέσεις, αλλά εκείνη την ημέρα δεν επετέθη.
Η αντεπίθεση εξαπολύθηκε την επομένη 14 Αυγούστου, μα απέτυχε, οι τούρκοι είχαν εδραιωθεί στα υψώματα και το πυροβολικό τους δέσποζε του πεδίου της μάχης.
Ο στρατηγός Τρικούπης διέταξε υποχώρηση και εκκένωση του Αφιόν Καραχισάρ.
Μετά τα δύο πρώτα 24ωρα της σύγκρουσης, ο ελληνικός στρατός απώλεσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και η ηγεσία του βρέθηκε σε κατάσταση σύγχυσης, καθώς ο διοικητής της Ι Μεραρχίας υποστράτηγος Αθανάσιο Φράγκος και ο επικεφαλής του Α΄ Σ.Σ. υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους προκειμένου να καταστρώσουν κοινό σχέδιο δράσης.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ…
Από την άλλη, οι τούρκοι επιτελείς είχαν καταρτίσει ευφυές (όπως αποδείχθηκε στην πράξη) σχέδιο εγκλωβισμού και εξολόθρευσης του ελληνικού στρατού.
Την έμπνευση της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας περιγράφει επακριβώς απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ, ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, στο οποίο διατύπωσε τα εξής: «Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής».
Παρόμοια όμως ήταν η οδηγία επιχειρήσεων που είχε εκδόσει από τις 25 Ιουλίου, ο τούρκος επικεφαλής διοικητής του δυτικού μετώπου Ισμέτ Πασάς, προς τους διοικητές των 1ης και 2ης τουρκικών στρατιών, όπου αναφέρει επακριβώς: «Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους».
Η ΑΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΩΝ
Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γ.Ε.Σ.: «Ο πανικός επετείνετο, η ανάμιξις των τμημάτων ηύξανε και ταχύτατα επηκολούθησε άτακτος φυγή. Το βαρύ και το πεδινόν πυροβολικό, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα εγκατελείφθησαν υπό των φευγόντων επί της οδού. Εις μάτην ο Διοικητής της IV Μεραρχίας προσπάθησε να επαναφέρη την τάξιν δια της αποστολής αξιωματικών του Επιτελείου του, οι πανικόβλητοι εις ουδένα υπήκουον».
Πρόθεση του Τρικούπη ήταν να κατευθυνθεί προς το Μπανάζ, όπου βρισκόταν η δύναμη του Φράγκου και σύμφωνα με τη διαταγή του Αρχιστρατήγου Χατζηανέστη, να ενωθεί μαζί του και να υποχωρήσουν συντεταγμένα προς τη Σμύρνη. Ωστόσο, ο εχθρός τον καθήλωσε και τον υποχρέωσε να οδηγήσει τις μονάδες του στο στενό του Αλή Βεράν, όπου είχε (ο εχθρός) προβεί στην εγκατάσταση ισχυρών οχυρωματικών θέσεων με μονάδες πυροβολικού.
Οι Ελληνες στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στους δίδυμους λόφους Αντά, επιστρατεύοντας κάθε διαθέσιμη εφεδρεία. Ενώ η μάχη μαινόταν αμφίρροπη, ένας απεσταλμένος του Πλαστήρα (ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Καραμάνος), κατέφθασε στο αρχηγείο του Τρικούπη και του μετέφερε μήνυμα σύμφωνα με το οποίο (Επίσημη Έκθεση-Αναφορά Νικόλαου Τρικούπη): «Ότι αποσταλείς σύνδεσμος μου ανέφερε προφορικώς, ότι ύπήρχεν ήμιονική οδός, ήτη έκ τού χώρου τής μάχης εβαίνε προς τήν ύπό τού συνταγματάρχου Πλαστήρα κατεχομένην θέσιν, πρός νύκτα, εάν έπεθύμουν. Δεδομένου, όμως, ότι αί μονάδες εστερούντο τελείως, ου μόνον τροφών, αλλά και ανεφοδιασμού, αν βεβαίως δεν θα επετύγχανον επί τών κορυφών τών ορέων τού Τουμλού Μπουνάρ, διά τούτο απεφάσισα, εάν ή μάχη εξειλίσσετο ομαλώς, μέχρις επελεύσεως τού σκότους, να κατευθύνω τά στρατεύματα πρός Μπανάζ, όπου, ώς έκ τής προστασίας τού αποσπάσματος Πλαστήρα επί τού Χασάν Ντεντέ Τεπέ, υπήρχε μεγίστη πιθανότης νά συναντηθώ μετά τών Μεραρχιών 1ης και 7ης…».
Ο Τρικούπης (ως διοικητής του Α΄Σ.Σ.) με τη σύμφωνη γνώμη του στρατηγού Κίμωνα Διγενή (διοικητή του Β’ Σ.Σ.) έλαβε την απόφαση να μην υποχωρήσει άμεσα αλλά να συνεχίσει προς Μπουνάρ.
Ο ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ- Η Μάχη στο Τουμλού – Μπουνάρ
Στις 16 Αυγούστου και στις 10 π.μ. η “Ομάδα Φράγκου” (47.000 άνδρες με 126 πυροβόλα) η οποία βρισκόταν στην αμυντική τοποθεσία Τουμλού – Μπουνάρ, δέχτηκε την επίθεση των Τουρκικών μονάδων.
Στις 11 π.μ. κατέφθασαν εχθρικές ενισχύσεις και ο Πλαστήρας πρότεινε στον Φράγκου αντεπίθεση προς ανατολάς, ώστε οι δυνάμεις τους να ενωθούν με την “Ομάδα Τρικούπη” (50.000 άνδρες, 158 πυροβόλα).
Ο Φράγκου αποδέχτηκε την πρόταση, ωστόσο η καθυστερημένη ανταπόκρισή του (περί μισής ώρας) είχε ως αποτέλεσμα, εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι να καταλάβουν την ισχυρά οχυρωμένη θέση Τουκλού Τεπέ, διασπώντας έτσι οριστικά στα δύο, τις ελληνικές μονάδες.
Τότε ο Φράγκου διέταξε σύμπτυξη και στις 22 μ.μ. η Ομάδα του έφτασε στο Χαλτιμπάγ, ενώ στις 2 π.μ. της επομένης μέρας βρίσκονταν στο Ισλάμκιοϊ.
Στις 6 π.μ. της 17ης Αυγούστου οι Τρικούπης και Διγενής έφτασαν στο Σάλκιοϊ. Ο πρώτος, με μεγάλη καθυστέρηση, διέταξε υποχώρηση προς Μπανάζ, μέσω της οδού Σάλκιοϊ – Αλή Βεράν.
Την 17η Αυγούστου 1922, με την ανατολή του ηλίου, τα τμήματα των ελληνικών μεραρχιών Ι , ΙV και V, μεταξύ του ποταμού Ακάρ (παραποτάμου του Σαγγαρίου) και του Τουμλού Μπουνάρ δέχθηκαν επίθεση από ανατολάς και νότου.
Οι ελληνικές μονάδες υπέστησαν καταιγισμό βολών πυροβολικού και είχαν τεράστιες απώλειες. Οι επιθέσεις του τουρκικού Πεζικού (6 Μεραρχίες) και Ιππικού (1 Μεραρχία) που ακολούθησαν τον κανονιοβολισμό, αποκρούσθηκαν χάρις στις ύστατες προσπάθειες των Ελλήνων στρατιωτών, όμως η πλάστιγγα σύντομα έγειρε σε βάρος τους.
Αρκετά τμήματα των μεταγωγικών και βοηθητικών σχηματισμών πανικοβλημένα, διαλύθηκαν και επιχείρησαν να σωθούν με άτακτη φυγή, αλλά σφαγιάσθηκαν από τους τούρκους ιππείς. Σημειώθηκαν τότε πολλά περιστατικά που καταδείκνυαν το βαθμό του πανικού αλλά και της απελπισίας των Ελλήνων στρατιωτών, όπως περιπτώσεις κατά τις οποίες αξιωματικοί πυροβολήθηκαν από τους λιποτακτούντες φαντάρους, που εν συνεχεία και στην προσπάθεια διαφυγής τους, προέβαιναν σε βιαιοπραγίες κατά τούρκων αμάχων.
Εξαίρεση αποτέλεσε η συντεταγμένη υποχώρηση του 5/42 Ευζωνικού Συντάγματος (Πλαστήρα) που κάλυψε επιτυχώς την υποχώρηση της 1ης μεραρχίας, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο τούρκο διοικητή Ρεσάτ Μπέη (ο οποίος απέτυχε να ανατρέψει τους Έλληνες από τη θέση τους στο ύψωμα 1310 εντός μίας ώρας, όπως είχε υποσχεθεί στο Κεμάλ) να αυτοκτονήσει από ευθιξία, σύμφωνα όμως με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, η απόκρουση της επίθεσης του Ρεσάτ μπέη και η αυτοκτονία του έγιναν 4 ημέρες νωρίτερα και 20 χιλιόμετρα μακρυά, στο ύψωμα Χασάν Μπέλ,από άλλη μονάδα.
Ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν ένα στρατηγικό σημείο, το “Δασωμένο Λόφο” που τους επέτρεψε να ελέγχουν το σύνολο του πεδίου μάχης.
Ο ταγματάρχης Βλάχος και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους άνδρες τους, αλλά δεν τα κατάφεραν, με τον δεύτερο να φονεύεται.
Επίσης, μαχόμενος έπεσε ο αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας, που αρνήθηκε να παραδοθεί στους τούρκους και διέταξε γενική επίθεση των ανδρών του.
Περαιτέρω, ο ουλαμός των υποψήφιων εφέδρων αξιωματικών εξολοθρεύτηκε ολοσχερώς.
Οι στρατηγοί Τρικούπης και Διγενής, με το αρχηγείο τους εκτεθειμένο και βαλλόμενο συνεχώς από τα εχθρικά πυρά, διηύθυναν την άμυνα των μονάδων που κρατούσαν ακόμη μέχρι που σκοτείνιασε.
Οι Τούρκοι, διστακτικοί μπροστά στην απεγνωσμένη αντίσταση και φοβούμενοι μήπως χτυπήσουν φίλια τμήματα, σταμάτησαν τα πυρά. Την νύχτα, εγκαταλείποντας όλο το τροχήλατο υλικό, τα πεδινά πυροβόλα, τα βλητοφόρα τους, τα φορτηγά αυτοκίνητα και όλους τους τραυματίες που δεν μπορούσαν να βαδίσουν, οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το πεδίο της Μάχης του Αλή Βεράν κατευθυνόμενες δυτικά, προς το χωριό Κετσιλέρ.
ΜETA TH MAXH
Μέσα στη νύκτα της 17ης προς 18η Αυγούστου 1922, τα τμήματα του Τρικούπη προσπάθησαν να αναζητήσουν δίοδο σωτηρίας προς το Ουσάκ όπου γνώριζαν ότι θα βρισκόταν ο Φράγκου με τους δικούς του άνδρες.
Όμως, αποπροσανατολίσθηκαν λόγω του ορεινού εδάφους (“Μουράτ Νταγ”) και έχασαν το δρόμο τους περιπλανώμενα, με αποτέλεσμα να φτάσουν έπειτα από τρεις ολόκληρες ώρες στην περιοχή Ογιουτσούκ, όπου όμως -προς γενική απογοήτευση- δεν βρισκόταν πια ο Πλαστήρας με το Σύνταγμά του, έχοντας αποχωρήσει δυο ώρες πριν.
Το στενό πέρασμα είχε πια περιέλθει στην κατοχή του τουρκικού Ιππικού και ο Τρικούπης δίστασε να σχεδιάσει διάσπαση των εχθρικών θέσεων, με μόνο τον συνταγματάρχη Γαρδίκα (διοικητή της 9ης Μεραρχίας) να το επιχειρεί, να κατορθώνει το στόχο του και να φτάνει στην αμαξιτή οδό που συνέδεε το Τσεντές με το Ουσάκ.
Στις 19 Αυγούστου οι άνδρες του Τρικούπη και του Διγενή (ακολουθούμενοι από άμαχους πρόσφυγες ελληνικής και αρμενικής καταγωγής) μετέβαλαν την κατεύθυνσή τους δις, προκειμένου να αποφύγουν τις εχθρικές δυνάμεις που τους καταδίωκαν.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ….
Την επόμενη μέρα (20 Αυγούστου) εισήλθαν στο τουρκικό χωριό Καρατζά Χισάρ, συμπληρώνοντας ένα 5μερο πορείας και συνεχών μαχών. Εκεί, γέροντες τούρκοι τους πληροφόρησαν ότι το Ουσάκ είχε καταληφθεί. Κατόπιν της είδησης αυτής και εξ αιτίας της ολοκληρωτικής έλλειψης πυρομαχικών, τροφής και νερού, καθώς επίσης και λόγω άρνησης των απολύτως εξουθενωμένων ανδρών τους να συνάψουν περαιτέρω μάχη, ο Τρικούπης και ο Διγενής (μαζί με τους συνταγματάρχες Μερεντίτη, Βασιλακόπουλο, Ιατρίδη και Καλιμπαλή, 190 άλλους αξιωματικούς, 4.400 οπλίτες και έξη ορειβατικά πυροβόλα) και παρά τις αντιρρήσεις του ταγματάρχη Βλάχου που έσχισε τις επωμίδες του, αναγκάσθηκαν να γίνουν οι πρώτοι έλληνες στρατηγοί στα χρονικά που θα παραδίνονταν στους αντιπάλους τους, σε μια απόσταση 30 χλμ. μακριά από το Τουμλού Μπουνάρ, όπου προσπαθοὐσαν νά φθάσουν.
Μάλιστα ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ ενημέρωσε τον Τρικούπη πως είχε προαχθεί σε αντιστράτηγο, μετά την παύση του Χατζανέστη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους Μικρασιάτες εθελοντές που μετείχαν στις μονάδες προτίμησαν να αυτοκτονήσουν αντί να παραδοθούν ζωντανοί στους τούρκους, οι οποίοι θα τους εκτελούσαν μετά από βασανιστήρια επί τόπου, ως ενόχους εσχάτης προδοσίας, καθώς ήταν Τούρκοι υπήκοοι.
ΟΙ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ…
Στις 24 Αυγούστου οι άνδρες του Φράγκου έφθασαν καταπονημένοι στο Νυμφαίο από όπου -παρακάμπτοντας τη Σμύρνη και υποστηριζόμενοι συνεχώς από τον Πλαστήρα- αναχώρησαν πάραυτα για τον Τσεσμέ, μέσω του οποίου διαπεραιώθηκαν στη Μυτιλήνη, μαζί με μικρές άλλες διασωθείσες μονάδες (τμήματα του Α’ Σ.Σ. υπό τον συνταγματάρχη Γονατά, άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας υπό το στρατηγό Θεοτόκη κ.α.)
Παρά τις μεμονωμένες αυτές εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής στρατιάς είχε ηττηθεί ή αιχμαλωτισθεί.
Μια φάλαγγα 1.500 ανδρών με 82 αξιωματικούς υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Δημ. Δημαρά και του συνταγματάρχη Κολλιδόπουλου παραδόθηκε στο όρος Μουράτ Νταγ, έχοντας μείνει χωρίς τροφή και πυρομαχικά.
Μόνο μια μεγάλη μονάδα, η φάλαγγα υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία.
Επίσης, 400 άνδρες κατόρθωσαν να διαφύγουν υπό την ηγεσία του δεκανέα Κομνηνού Πυρομάγλου).
Σύμφωνα πάντοτε με την επίσημα καταγεγραμμένη ιστορία του Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 2.000 νεκρούς, 4.000 τραυματίες και επιπλέον 190 αξιωματικούς (περιλαμβανομένου του Τρικούπη) και σχεδόν 4.500 στρατιώτες αιχμαλωτισθέντες.
Ο νέος αρχιστράτηγος Γεώργιος Πολυμενάκος) έφτασε στις 22 Αυγούστου, στο ελληνικό αρχηγείο της Σμύρνης με τη συνοδεία του υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη και του στρατηγού Β. Δούσμανη, όπου μετείχαν σε σύσκεψη μαζί με τον Χατζανέστη και τον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε η πλήρης ασυνεννοησία που επικρατούσε, αφού ο πρώην αρχιστράτηγος ενημέρωσε τους υπολοίπους ότι: «Ο κίνδυνος για τη Σμύρνη εξέλιπε»
Λίγες μέρες αργότερα, η Σμύρνη γινόταν παρανάλωμα του πυρός από τις ορδές του Κεμάλ και τα αδιάφορα βλέμματα των απαθών συμμάχων…
Η Μεγάλη Ιδέα στάχτη….
ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ….
Οταν το 1992 περπάτησα για πρώτη φορά, σ’ εκείνη την “κοιλάδα του θανάτου”, όπου πολέμησε ο παππούς μου, θαρρώ πως άκουγα τις φωνές των τραυματισμένων, που εγκαταλήφθηκαν στο πεδίο της μάχης για να βρούν μαρτυρικό θάνατο από τις ορδές του Κεμάλ.
Τις φωνές των νεκρών, που έμειναν άταφοι ζητώντας συγνώμη που δεν μπόρεσαν να πολεμήσουν περισσότερο, αλλά έμειναν εκεί για να ζητάνε δικαίωση.
Μου φάνηκε πως άκουγα των καλπασμό των αλόγων και των γενναίων του Ιππικού που εφορμούσαν αρνούμενοι τον θάνατο…
Το “αέρα” των Ευζώνων του Πλαστήρα…
Εκεί, σ΄ εκείνη την “κοιλάδα του θανάτου” επωάστηκε το “Επος” του 1940…
Εκεί, σ’ εκείνη την “κοιλάδα του θανάτου” είναι, σαν σπόρος, θαμμένα τα όνειρα και περιμένουν την ώρα τους…
————————
Πηγές:
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΝ ΑΣΙΑΝ,ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ,ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ
Για να παρέχουμε την καλύτερη εμπειρία, εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες όπως τα cookies για την αποθήκευση ή/και την πρόσβαση σε πληροφορίες συσκευών. Η συγκατάθεση για τις εν λόγω τεχνολογίες θα επιτρέψει σε εμάς και στους συνεργάτες μας να επεξεργαστούμε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως συμπεριφορά περιήγησης ή μοναδικά αναγνωριστικά σε αυτόν τον ιστότοπο και να προβάλλουμε (μη) εξατομικευμένες διαφημίσεις. Η μη συγκατάθεση ή η ανάκληση της συγκατάθεσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά ορισμένες λειτουργίες και δυνατότητες.
Κάντε κλικ παρακάτω για να δώσετε τη συγκατάθεση ως προς τα ανωτέρω ή για να κάνετε επιμέρους επιλογές. Οι επιλογές σας θα εφαρμοστούν μόνο σε αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας οποιαδήποτε στιγμή, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης της συγκατάθεσής σας, χρησιμοποιώντας τις εναλλαγές στην Πολιτική Cookies ή κάνοντας κλικ στο κουμπί διαχείρισης συγκατάθεσης στο κάτω μέρος της οθόνης.
Λειτουργικά
Πάντα ενεργό
Η τεχνική αποθήκευση ή πρόσβαση είναι απολύτως απαραίτητη για τον νόμιμο σκοπό της δυνατότητας χρήσης συγκεκριμένης υπηρεσίας που ζητείται ρητά από τον συνδρομητή ή τον χρήστη ή με αποκλειστικό σκοπό τη μετάδοση επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Προτιμήσεις
Η τεχνική αποθήκευση ή πρόσβαση είναι απαραίτητη για τον νόμιμο σκοπό της αποθήκευσης προτιμήσεων που δεν ζητούνται από τον συνδρομητή ή τον χρήστη.
Στατιστικά
Η τεχνική αποθήκευση ή πρόσβαση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς.Η τεχνική αποθήκευση ή πρόσβαση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ανώνυμους στατιστικούς σκοπούς. Χωρίς κλήτευση, η εθελοντική συμμόρφωση εκ μέρους του Παρόχου Υπηρεσιών Διαδικτύου ή πρόσθετες καταγραφές από τρίτο μέρος, οι πληροφορίες που αποθηκεύονται ή ανακτώνται για το σκοπό αυτό από μόνες τους δεν μπορούν συνήθως να χρησιμοποιηθούν για την αναγνώρισή σας.
Εμπορικής Προώθησης
Η τεχνική αποθήκευση ή πρόσβαση απαιτείται για τη δημιουργία προφίλ χρηστών, για την αποστολή διαφημίσεων ή για την καταγραφή του χρήστη σε έναν ιστότοπο ή σε διάφορους ιστότοπους για παρόμοιους σκοπούς εμπορικής προώθησης.