Οι Απόκριες των Μικρασιατών Ελλήνων αποτελούσαν περίοδο διασκέδασης και μεγάλου κεφιού. Τα γλέντια ξεκινούσαν με τραγούδια, χορούς, τουμπερλέκια, ροκάνες και τσαμπούνες, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου που ονομάζονταν και Προφωνή.
Διοργανώνονταν συνεχείς βεγγέρες στα σπίτια και ιδιαιτέρως την ημέρα της Τσικνοπέμπτης καθώς και τις δύο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς, συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν “βίζιτες” για γλέντια μετά μουσικής και χορού, και φαγοπότια με τη ρακή, το κρασί και το ούζο να ρέουν σε αφθονία.
Ούλα τα σπίτια ηβάνανε μπάλλο (δηλ. γλέντι με όργανα) Οι διασκεδάσεις επεκτείνονταν στις αυλές, στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, όπου ξεχύνονταν γυναίκες και άντρες με πλουμιστές χειροποίητες φορεσιές, χορεύοντας από τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες μέχρι βαλς και καντρίλιες.
Οι μασκαράδες στην περιοχή της Ερυθραίας παρότι σχεδόν ποτέ δεν φορούσαν κουδούνια, λέγονταν “Κουδουνάτοι”, προφανώς από κατάλοιπο των παλαιότερων χρόνων που οι μεταμφιεσμένοι φορούσαν απαραιτήτως στη μέση τους κουδούνια, (όπως εξακολουθεί το έθιμο σε Σκύρο, Θράκη, Δράμα, Σοχό, χωριά Παγγαίου κ.ά.). Καμιά φορά τους έλεγαν Μουτσούνες ή Μουτσουναργκιές, ειδικά στα Καράμπουρνα.



