Πέμπτη, 17/07/2025
Καιρός
Αν. Μακεδονίας και Θράκης
Καιρός
Αν. Μακεδονίας και Θράκης
Powered by Tomorrow.io
x

Π. Κ. Ιωακειμίδης: Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να υιοθετεί φοβική ή αμυντική στάση έναντι της Τουρκίας!

Δημοσιεύτηκε από: PRESSROOM | 6 Ιουλίου 2025, 10:00 πμ

*Συνέντευξη στην Μαρωβήτα Νικολαϊδου

 

 

 

 

Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Στρατηγική μέσω της Διπλωματίας ή μέσω των όπλων; Αρμόδιος για να απαντήσει σε όλα αυτά και όχι μόνο, ο εξαίρετος και πολύπειρος Ομότιμος Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, Π. Κ. Ιωακειμίδης, ο οποίος και δέχθηκε να μιλήσει στο Θρακικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τη Μαρωβήτα Νικολαϊδου.

Η συζήτηση πάντα “επικίνδυνη” δημοσιογραφικά, μιας και για να σταθείς μπροστά στον “ογκόλιθο” της στρατηγικής διπλωματίας, θα πρέπει να είσαι καλά διαβασμένος, γνώστης των αρχών και θέσεων της πολιτικής και αμυντικής διπλωματίας, αν μη τι άλλο να κατανοείς έννοιες και λογικές. Γιατί πολύ απλά, πρέπει τα αυτονόητα για τον συνομιλητή σου να πρέπει να τα μεταφέρεις με απλοϊκότητα αλλά και ορθά στον αναγνώστη.

Αγαπητοί αναγνώστες, ο Καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ο επιστήμονας που με άρθρα του, γνωματεύσεις και συμβουλές έχει διατελέσει μία ιστορική πορεία στην Ελληνική Διπλωματία.

Συνεπώς είχαμε πολλά να πούμε και ιδίαιτερα για τις ελληνοτουρικές σχέσεις, που σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρει και το ΘΠΕ ως χωρική αναφορά.

Ο πρώην Πρέσβης-Σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών Π. Κ. Ιωακειμίδης αναλύει στο Thrace News την ελληνική συμβολή στη νέα αμυντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης, το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τις προκλήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε μία δύσκολη γεωπολιτική εξίσωση.

Απολαύστε τον πολύ ενδιαφέρον διάλογο:

-Κύριε Καθηγητά, Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Θεσμικές Προοπτικές. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση φαίνεται να έχει εισέλθει σε μια νέα φάση με αμυντική διάσταση (SAFE, ReArm Europe). Πόσο κοντά –ή μακριά– είμαστε από μια πραγματική «Ευρωπαϊκή Ένωση Άμυνας» και τι ρόλο μπορεί να παίξει η Ελλάδα σε αυτήν;

“Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πλέον εισέλθει σε μια διαδικασία διαμόρφωσης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, πρωτίστως ως απάντηση στις αυξανόμενες προκλήσεις που απορρέουν από τη ρωσική επιθετικότητα – με αποκορύφωμα τον πόλεμο στην Ουκρανία – αλλά και από άλλες εστίες αστάθειας στον άμεσο και ευρύτερο περίγυρό της, όπως για παράδειγμα στη Μέση Ανατολή.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ε.Ε. συνειδητοποιεί ότι οφείλει να αποκτήσει τις αναγκαίες αμυντικές ικανότητες, ώστε να διασφαλίζει την ειρήνη και να είναι σε θέση να αποκρούει οποιαδήποτε απειλή, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Σκοπός δεν είναι η μετατροπή της Ευρώπης σε στρατιωτική υπερδύναμη, αλλά η ενίσχυση της ικανότητάς της να προστατεύει τον θεμελιώδη πυλώνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: την ειρήνη στην ήπειρο.

Η ευρωπαϊκή άμυνα, επομένως, δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά εργαλείο ενίσχυσης του ευρωπαϊκού «project ειρήνης». Χωρίς αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες, η Ευρώπη δεν μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο, ούτε σε περιφερειακό, ούτε σε διεθνές επίπεδο.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι ιδιαίτερης σημασίας η ευρωπαϊκή στροφή προς τη συγκρότηση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα δεν εξαντλείται στην αύξηση των αμυντικών δαπανών. Οφείλει να λειτουργεί ως ένα ολοκληρωμένο συλλογικό σύστημα ασφάλειας, με στόχο –μεταξύ άλλων– την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα οφείλει να θέσει ως προτεραιότητα την ενσωμάτωση των δικών της προκλήσεων στο πλαίσιο της υπό διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Η ασφάλεια της Ευρώπης δεν απειλείται μόνο από τη ρωσική επιθετικότητα· υπάρχουν και άλλες, ποικίλες μορφές αστάθειας και επιθετικότητας σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. 

Το ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας είναι διαφορετικό από αυτό των κεντροευρωπαϊκών κρατών. Η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα οφείλει να καλύπτει τις προκλήσεις ασφάλειας όλων των κρατών-μελών.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τον χρονικό ορίζοντα, είναι σαφές ότι η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής άμυνας αποτελεί ένα μακρόπνοο και ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα. Δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα, αλλά θα απαιτήσει χρόνο, πολιτική βούληση και θεσμική εμβάθυνση.”

 

-Casus Belli και Αιρεσιμότητες: πόσο πιθανό είναι ένα νέο «Ελσίνκι»; Πιστεύετε ότι η ελληνική στρατηγική σύνδεσης της συμμετοχής της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες με την άρση του casus belli είναι ρεαλιστική και επαρκής; Ποια θα μπορούσε να είναι μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική αιρεσιμοτήτων;

“Καταρχάς, εκτιμώ ότι είναι προς το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας η Τουρκία να εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Αυτή υπήρξε, εξάλλου, μια σταθερή γραμμή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήδη από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης – από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έως τον Χαρίλαο Τρικούπη και, αργότερα, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έως τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Κωνσταντίνο Σημίτη. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι ηγέτες πίστευαν –και ορθά– ότι τα ελληνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα, όταν η Τουρκία συμμετέχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα, ιδίως σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να είναι άνευ όρων. Οφείλει να στηρίζεται σε σαφείς και δεσμευτικές αιρεσιμότητες – όπως ακριβώς έγινε το 1999, με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, όταν η Τουρκία ανακηρύχθηκε υποψήφια προς ένταξη χώρα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: την αποδοχή της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. και την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Στο σημερινό πλαίσιο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα νέο “Ελσίνκι”, που να περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις βασικές αιρεσιμότητες:

  1. Την άμεση και ρητή άρση του casus belli – ενός απαράδεκτου και νομικά αβάσιμου δόγματος, εντελώς ασύμβατου με την ιδιότητα της Τουρκίας ως πιθανού εταίρου στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια.
  2. Τη συμμόρφωση και προσχώρηση της Τουρκίας στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία αποτελεί τον καθολικά αναγνωρισμένο κανόνα για την επίλυση θαλάσσιων διαφορών.
  3. Την παροχή νομικά κατοχυρωμένων εγγυήσεων για την εδαφική ακεραιότητα και τα σύνορα της Ελλάδας

Αυτές οι τρεις αιρεσιμότητες θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θεμέλιο μιας νέας, συνεκτικής στρατηγικής διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα. Εφόσον διαμορφωθεί με σαφήνεια και επιμονή, εκτιμώ ότι είναι εφικτό να αποδώσει. Η επίτευξη της άρσης του casus belli, ιδίως, θα άρει ένα διαχρονικό εμπόδιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα δημιουργήσει ευνοϊκότερο κλίμα για την προσέγγιση και την εξομάλυνση.

Συνεπώς, η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να συνδέσει τη συμμετοχή της Τουρκίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα με την άρση του casus belli είναι απολύτως ορθή. Ωστόσο, χρειάζεται να πλαισιωθεί από ένα ευρύτερο, σαφές πλαίσιο αιρεσιμότητας και να συνοδευτεί από στοχευμένα και συστηματικά βήματα διαπραγμάτευσης.

 

 

-Η Τουρκία διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στο ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα. Πώς αξιολογείτε τη θέση της Ελλάδας απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα; Πρέπει να συνεχίσει να την αντιμετωπίζει με καχυποψία ή με στρατηγική ενσωμάτωσης;

“Η Τουρκία δεν επιδιώκει απλώς έναν αναβαθμισμένο ρόλο· είναι ήδη μια διαμορφωμένη περιφερειακή δύναμη με ξεκάθαρες φιλοδοξίες να εξελιχθεί σε παγκόσμιο παράγοντα ισχύος. Η αναβάθμιση αυτή δεν είναι συγκυριακή. Οφείλεται σε μια σειρά στρατηγικών επιλογών της ίδιας της Άγκυρας – πρωτίστως στην ενίσχυση της πολεμικής της βιομηχανίας, την αυτονόμηση της αμυντικής της πολιτικής και, παρά τις δομικές αδυναμίες της, στη σχετική οικονομική της ανθεκτικότητα.

Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να υιοθετεί φοβική ή αμυντική στάση. Οφείλει να την αντιμετωπίζει με ρεαλισμό, αυτοπεποίθηση και στρατηγική ψυχραιμία, αξιοποιώντας τα ισχυρά της πλεονεκτήματα.

Η Ελλάδα είναι, αντικειμενικά, μια ισχυρή χώρα. Διότι, είναι η χώρα που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό της προσδίδει ένα τεράστιο και μοναδικό πλεονέκτημα που δεν έχει η Τουρκία. Είναι βεβαίως η χώρα που συμμετέχει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ΝΑΤΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης, μεταξύ άλλων. Αυτή η συμμετοχή προσδίδει στη χώρα θεσμικό βάθος, προβλεψιμότητα και γεωπολιτική αξία.

Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά αποθέματα ήπιας ισχύος: πλούσιο πολιτιστικό κεφάλαιο, ελκυστικό πρότυπο δημοκρατικής διακυβέρνησης και θετικό διεθνές αποτύπωμα. Όλα αυτά λειτουργούν πολλαπλασιαστικά.

Αυτό που απαιτείται, συνεπώς, είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία, αλλά πάντοτε βεβαίως εστιάζοντας και στην αποτρεπτική ικανότητα η οποία είναι αναγκαία για την ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή.  

 

-Δυτικά Βαλκάνια και Εξωτερική Πολιτική: Μια Χαμένη Ευκαιρία; Η Ελλάδα φαίνεται να έχει περιορίσει την επιρροή της στα Δυτικά Βαλκάνια. Ποιες διορθωτικές κινήσεις προτείνετε για την ανάκτηση του ρόλου της στην περιοχή;

“Είναι απολύτως κρίσιμο, για την προάσπιση των διαχρονικών εθνικών συμφερόντων, η Ελλάδα να ανακτήσει τον ενεργό ρόλο και την επιρροή της στα Δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για τον άμεσο γεωστρατηγικό της περίγυρο, και η σταθερότητα ή η αστάθεια της περιοχής επηρεάζει άμεσα και τη δική της ασφάλεια, πολιτική και οικονομία.

Ένας βασικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η ενεργή και συστηματική στήριξη της ενταξιακής πορείας των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων – της Αλβανίας, της Βόρειας Μακεδονίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και του Κοσσόβου. Η Ελλάδα το έχει πράξει εν μέρει, αλλά χρειάζεται να συνεχίσει να το κάνει πολύ πιο έντονα.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων φέρει ελληνική σφραγίδα, καθώς δρομολογήθηκε το 2003 με την «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης», κατά την ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. Αυτή η ιστορική πρωτοβουλία συνεπάγεται και μια ειδική ευθύνη της Ελλάδας να ηγηθεί της προσπάθειας για την πλήρη ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παράλληλα, η Ελλάδα οφείλει να συμβάλλει, στο μέτρο του δυνατού, στην επίλυση διμερών και περιφερειακών διαφορών στα Βαλκάνια. Ενδεικτικά, στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Κοσσόβου και Σερβίας, αλλά και στην ενίσχυση των διπλωματικών διαύλων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Βεβαίως, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «για να χορέψεις ταγκό, χρειάζονται δύο». Δεν αρκεί μόνον η ελληνική βούληση· και οι χώρες της περιοχής θα πρέπει να δείξουν ανάλογη πολιτική βούληση και διάθεση συνεργασίας.

Ωστόσο, η Ελλάδα, ως η πιο ανεπτυγμένη χώρα της περιοχής και κράτος-μέλος της Ε.Ε., έχει αυξημένη θεσμική, πολιτική και ιστορική ευθύνη να διαδραματίσει ρόλο ηγέτη. Πρέπει να λειτουργήσει ως παράγοντας σταθερότητας και καθοδηγητική δύναμη για την ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων – κάτι που δεν είναι απλώς διπλωματική επιταγή, αλλά και στρατηγική επένδυση για την ίδια τη χώρα.”

 

-Έχετε ασκήσει έντονη κριτική στη διαχρονική κουλτούρα μη επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Τι συνθήκες χρειάζονται για να υπάρξει βιώσιμος διάλογος και ποια η θέση της ΕΕ σε αυτό;

“Πράγματι, έχω ασκήσει συστηματική κριτική σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «δόγμα της αδράνειας» – την άποψη, δηλαδή, ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών συμφερόντων και ότι η μη λύση είναι και αυτή μία μορφή λύσης.

Η ιστορική εμπειρία ωστόσο έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο: ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ μας. Αντιθέτως, διευρύνει την ατζέντα των διαφορών με την Τουρκία, με τρόπο που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα και πιέσεις για την ελληνική πλευρά. Υπενθυμίζω ότι το 1973 είχαμε μία μόνο διαφορά – την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Σήμερα, σχεδόν πέντε δεκαετίες αργότερα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλά ζητήματα, περισσότερα από δώδεκα μεταξύ των οποίων: τις γκρίζες ζώνες, την αποστρατικοποίηση των νησιών, υπερπτήσεις, αμφισβητήσεις κυριαρχίας και μια σειρά άλλων διεκδικήσεων που έχουν προσθέσει πολυπλοκότητα και ένταση.  Άρα, η στρατηγική της αναβολής δεν είναι ουδέτερη – είναι επιζήμια

Η δεύτερη παρατήρησή μου είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει την επίλυση των προβλημάτων, χωρίς να κάνει παραχωρήσεις στην κυριαρχία ή στα ζωτικά συμφέροντά της. Αρκεί να ακολουθήσει μια ορθολογική και θεσμικά συνεπή στρατηγική, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο – και όχι μια εθνοκεντρική ή συναισθηματικά φορτισμένη προσέγγιση που συχνά οδηγεί σε διπλωματικές ατραπούς, ακόμα και σε απομάκρυνση από τις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Η προϋπόθεση για έναν βιώσιμο και αποτελεσματικό διάλογο είναι η ύπαρξη πολιτικής βούλησης και από τις δύο πλευρές. Αν αυτή υπάρξει, τότε με ευέλικτη και δημιουργική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) – και όχι μηχανιστική ή αμυντική – μπορούμε να προχωρήσουμε σε επίλυση διαφορών με αμοιβαίο όφελος και θεσμική νομιμοποίηση.”

 

-Η Ελλάδα και η Αλλαγή Παραδείγματος στην ΕΕ. Η Ελλάδα θεωρείται συχνά «καταναλωτής ασφάλειας» στην ΕΕ. Μπορεί –και πώς– να μετατραπεί σε «παραγωγό στρατηγικής» στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;

“Κατά πρώτον, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι, ναι, η Ελλάδα θεωρείται εν μέρει “καταναλωτής ασφάλειας” στο πλαίσιο της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα συμβάλλει ουσιαστικά στην ασφάλεια της Ένωσης, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αποτελεί πυλώνα σταθερότητας, με ενεργό ρόλο σε περιφερειακές συνεργασίες και πρωτοβουλίες που ενισχύουν το πλαίσιο ασφάλειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει πιο ενεργά ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, πηγαίνοντας πέρα από τη συζήτηση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν εξαντλείται στα νούμερα των στρατιωτικών προϋπολογισμών. Αντιθέτως, περιλαμβάνει πολλαπλές διαστάσεις, όπως:

  • την εγγύηση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε.,
  • την αντιμετώπιση σύγχρονων και ασύμμετρων απειλών,
  • την ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, η ενεργειακή ασφάλεια και οι μεταναστευτικές ροές.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα οφείλει να προωθήσει μια συνολική (comprehensive) στρατηγική ασφάλειας, η οποία να ενσωματώνει όλες αυτές τις πτυχές. Είναι επιτακτική ανάγκη να αναδειχθεί ως συνδιαμορφωτής και όχι απλώς αποδέκτης των ευρωπαϊκών αποφάσεων στον τομέα της άμυνας και της στρατηγικής αυτονομίας.

Διότι, αυτή τη στιγμή, αρκετά κράτη-μέλη περιορίζουν τη συζήτηση στην ποσοτική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών – κάτι που ασφαλώς έχει τη σημασία του και είναι αναγκαίο σε λελογισμένο βαθμό, αλλά δεν συνιστά από μόνο του κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Για να αποκτήσει νόημα και ουσία η κοινή άμυνα, πρέπει να συγκροτηθεί με κοινές δομές, θεσμούς, στρατηγικό ορίζοντα και κοινή αντίληψη απειλών.

Αυτή την ολοκληρωμένη προσέγγιση είναι σε θέση –και οφείλει– να την επιδιώξει η Ελλάδα.” 

-Ισραήλ – Ελλάδα: Συμμαχία ή Αδιέξοδο; Με δεδομένη την κριτική σας στον εναγκαλισμό Ελλάδας–Ισραήλ εν μέσω των εξελίξεων στη Γάζα, πώς πρέπει να αναθεωρηθεί αυτή η σχέση, ώστε να παραμείνει συμβατή με το διεθνές δίκαιο και τα ελληνικά συμφέροντα;

“Κατά πρώτον, είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα πρέπει να διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Αυτό συνιστά στοιχείο μιας πολυδιάστατης και ισορροπημένης εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, καλές διπλωματικές σχέσεις δεν σημαίνουν στρατηγικό εναγκαλισμό.

Αναμφίβολα, το Ισραήλ έχει το νόμιμο δικαίωμα στην αυτοάμυνα μετά τη βάρβαρη επίθεση της Χαμάς. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, είναι δύναμη κατοχής. Αυτό δεν πρέπει να το αγνοούμε λόγω των ιστορικών και στρατηγικών του δεσμών με τη Δύση. 

Κατέχει παρανόμως τη Δυτική Όχθη, έχει προσαρτήσει τα Υψίπεδα του Γκολάν και στοχεύει στην κατάκτηση της Γάζας. Το Ισραήλ παραβιάζει συστηματικά τις θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, περιλαμβανομένων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του Δικαίου του Πολέμου και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Επομένως, ορθώς η Ελλάδα καταδικάζει την Τουρκία ως κατοχική δύναμη στη Βόρεια Κύπρο, αλλά το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για το Ισραήλ, διότι είναι κατοχική δύναμη στο πολλαπλούν. 

Το δεύτερο, εξίσου κρίσιμο σημείο, αφορά στη συμπεριφορά του Ισραήλ στη Γάζα. Οι ισραηλινές επιχειρήσεις εναντίον του άμαχου πληθυσμού παραβιάζουν κατά τρόπο καταφανή τις αρχές του Δικαίου του Πολέμου και του Ανθρωπιστικού Δικαίου. Αυτή είναι άλλωστε και η εκτίμηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου που έχει ή φέρεται να έχει διαπράξει.  

Επομένως, μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δηλώνει σταθερά την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να εμφανίζεται σε στενή πολιτική σχέση με τον σημερινό Πρωθυπουργό του Ισραήλ. Υπάρχει εδώ μια προφανής αντίφαση και ασυνέπεια: από τη μια καταδικάζουμε —και ορθώς— τη Ρωσία και την Τουρκία για παραβίαση του διεθνούς δικαίου, και από την άλλη αγνοούμε τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου που διαπράττει το Ισραήλ.  

Επιπλέον, εκτιμώ ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αξιόπιστος και αποτελεσματικός στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας σε περίπτωση κρίσης με την Τουρκία.  Επομένως, καλές μεν σχέσεις με το Ισραήλ, αλλά όχι εναγκαλισμοί και όχι ιδιαίτερη στρατηγική σχέση. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.” 

 

-Οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και η ΕΕ: Μετατόπιση κέντρου βάρους; Με την επάνοδο Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την περιστασιακή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, βλέπετε το ρόλο της Ε.Ε. να ενισχύεται ή να αποδυναμώνεται στο διεθνές σύστημα;

“Παραδόξως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ίσως αποδειχθεί ο μεγάλος “ευεργέτης” της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προχωρήσει σε βαθιά βήματα ενοποίησης υπό την πίεση και την πρόκληση που συνιστά η πολιτική Τραμπ, τότε τίθεται εύλογα το ερώτημα: πότε και υπό ποιες συνθήκες θα το πράξει;

Ο Τραμπ αμφισβητεί συνολικά την αξία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος – όχι μόνο στο στρατηγικό και θεσμικό επίπεδο, αλλά και στο ιδεολογικό και πολιτισμικό. Παράλληλα, η ασάφειά του ως προς τη δέσμευση των ΗΠΑ στο Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, δηλαδή τη ρήτρα συλλογικής άμυνας, και η επαναλαμβανόμενη ρητορική του περί “μη αυτόματης” προστασίας των ευρωπαίων συμμάχων, επιβάλλει στην Ευρώπη να προχωρήσει σε βαθύτερη ενοποίηση. Κατά την άποψή μου, αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να οδηγήσει την Ε.Ε. σε μια πιο φιλόδοξη, ομοσπονδιακού τύπου προσέγγιση.  

Όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, η στρατηγική του Τραμπ παραμένει ασαφής και ασυνεπής. Άλλοτε μιλά για πλήρη απεμπλοκή των ΗΠΑ από την περιοχή, κι άλλοτε εμφανίζεται να επιθυμεί μόνιμη παρουσία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις –ανεδαφικές– δηλώσεις περί μετατροπής της Γάζας σε “ριβιέρα της Ανατολικής Μεσογείου”. Εν ολίγοις, δεν έχουμε σαφή εικόνα για την πραγματική του στόχευση στη Μέση Ανατολή.

Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις αντιφάσεις, η σχέση ΗΠΑ–Ισραήλ παραμένει ισχυρή και σταθερή, και είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συνεχιστεί. 

Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, θεωρώντας την ως προνομιακό εταίρο στη γεωπολιτική εξίσωση της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η προτίμηση έχει κρίσιμη σημασία για την Ελλάδα.”

 

-Οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και η Κίνα: Νέες Ισορροπίες σε Παγκόσμιο Πλαίσιο. Υπάρχει πιθανότητα να προσεγγίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το πρίσμα των σχέσεών τους με την Κίνα;

“Η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα –και ειδικότερα υπό την ηγεσία Τραμπ– μοιάζει να επιδιώκει μια πίεση τόσο προς την Ευρώπη όσο και προς την Κίνα. Υπάρχει η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν να υποβαθμίσουν και τις δύο ως ανταγωνιστικά κέντρα ισχύος. Ο ίδιος ο Τραμπ δεν κρύβει την αντιπάθειά του προς την Ευρώπη. Έχει δηλώσει –με σκληρή γλώσσα– ότι θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργημα που λειτουργεί για να πιέσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και επιχειρεί να πιέσει την Ε.Ε. να αναθεωρήσει την εμπορική και οικονομική της πολιτική. Παράλληλα, αντιμετωπίζει την Κίνα ως τον κυριότερο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, όχι μόνο στον εμπορικό και τεχνολογικό τομέα, αλλά και στο γεωπολιτικό πεδίο.  

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο μελλοντικής προσέγγισης ΗΠΑ–Ρωσίας, με σκοπό τη συγκρότηση ενός μετώπου ενάντια στην Ευρώπη, σε μια λογική γεωπολιτικής περικύκλωσης ή στραγγαλισμού της. Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό και ανησυχητικό σενάριο, που δεν αποκλείεται να πραγματοποιηθεί στο βάθος του ορίζοντα. Επομένως, συζητάμε για μία πολύ περίπλοκη εξίσωση σε ένα τεταμένο γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε.”

 

-Κύριε καθηγητά, θα ήταν αδύνατο, στο κλείσιμο της πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησής μας, να μη θέσω ένα ερώτημα, που νομίζω ότι αποτελεί τη συνήθη απορία όλων εμάς που είμαστε οι παρατηρητές της άσκησης Εξωτερικής Πολιτικής. Ηθική και Ρεαλισμός στην Εξωτερική Πολιτική. Πώς μπορεί να συνδυαστεί μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική με την προσήλωση στις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ηθικής, ειδικά για χώρες μικρού και μεσαίου μεγέθους όπως η Ελλάδα;

“Πάντοτε υπάρχει μία ένταση μεταξύ της προσέγγισης που αποδίδει υψηλότερη έμφαση στο διεθνές δίκαιο, στις ηθικές αρχές από τη μία μεριά και στο ρεαλισμό από την άλλη. 

Ορισμένες σχολές διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής διατείνονται ότι τα συμφέροντα μίας χώρας εξυπηρετούνται μέσα από μία ρεαλιστική προσέγγιση. Η αποψή μου είναι οτί αυτή είναι μία πολύ εσφαλμένη προσέγγιση. 

Με άλλα λόγια κάποιος δεν θα πρέπει να είναι εκτός πραγματικότητας να αγνοεί τα πραγματικά δεδομένα, αλλά από την άλλη μεριά όμως και ιδιαίτερα για μία μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα η ισχυρότερη ασπίδα που έχει είναι το διεθνές δίκαιο και η διεθνής ηθική. Επομένως θα πρέπει πάντοτε να προσπαθεί να εξισορροπήσει διεθνές δίκαιο και ηθική με οποιαδήποτε ρεαλιστική προσέγγιση,  αλλά δίνοντας προτεραιότητα στο διεθνές δίκαιο και κυρίως να μην το υποτάσσει σε μία στεγνή ρεαλιστική προσέγγιση. 

Διότι τελικά αυτού του είδους η προσέγγιση οδηγεί σε αδιέξοδα και καταλήγει να είναι ζημιογόνος για τη χώρα. 

Επομένως και κλείνοντας, είναι δύσκολη ενδεχομένως η εναρμόνηση ηθικών αξιών, διεθνούς δικαίου και ρεαλισμού, αλλά πάρα ταύτα είναι επιβεβλημένη η προσπάθεια εξισορρόπησης με έμφαση στο διεθνές δίκαιο. “

-Κύριε Ιωακειμίδη, σας ευχαριστούμε εκ βαθέων για την πολύ σημαντική συζήτηση που είχαμε και αφιερώσατε τον πολύτιμο χρόνο σας για τους αναγνώστες του Θρακικού Πρακτορείου Ειδήσεων.