*Του Yavuz Baydar, Δημοσιογράφου – Πολιτικού Αναλυτή
Η Τουρκία σήμερα αποτελεί μια πύρινη κόλαση όσον αφορά τις αρχές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.
Η χώρα έχει μετατραπεί σε μια «Δημοκρατία του Φόβου» με κάθε Ορουγουελιανή έννοια, όπου η δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων και η δημοσίευση αναλύσεων και σχολίων – οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής και διάδοσης ειδήσεων – αποτελούν μια πρόκληση, γεμάτη κινδύνους.
Οι συλλήψεις και οι αγωγές αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα, ταξινομώντας τη χώρα στην κορυφή των αυθαίρετων φυλακίσεων και των καφκικών δικών εναντίον αντιφρονούντων.
Η φυλάκιση παραμένει ως σωφρονιστικό μέτρο ενώ η λογοκρισία αποτελεί καθημερινότητα. Η θεσμοθετημένη καταπίεση έχει οδηγήσει σε μια βαθύτερη κουλτούρα αυτολογοκρισίας, με τη συντριπτική πλειοψηφία των αιθουσών σύνταξης & Τύπου να λειτουργούν ως «υπαίθριες φυλακές», εμποδίζοντας την εφαρμογή βασικών δημοσιογραφικών προτύπων.
Επί έξι συναπτά έτη από το 2014, η Τουρκία παραμένει ως χώρα «Μη Ελεύθερη» στην κατάταξη του οργανισμού Freedom House. Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF), η Τουρκία είναι 154η από τις 180 χώρες στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2020.
Έχει γίνει ο πιο παραγωγικός παραβάτης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Για το 2020, κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) σε παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης.
Σύμφωνα με την Πλατφόρμα Ανεξάρτητης Δημοσιογραφίας, P24, που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, υπάρχουν τουλάχιστον 83 δημοσιογράφοι κρατούμενοι στις φυλακές από τον Φεβρουάριο του 2021.
Από την άλλη, στη βάση δεδομένων «Φυλακισμένοι και Καταζητούμενοι Δημοσιογράφοι στην Τουρκία» του Κέντρου Ελευθερίας της Στοκχόλμης, αναφέρονται περίπου 175 δημοσιογράφοι πίσω από τα κάγκελα και 167, οι οποίοι είτε καταζητούνται είτε είναι εξόριστοι ή κρύβονται από τον Ιανουάριο του 2020.
Η κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των δημοσιογράφων έχει γίνει πρακτική ρουτίνας από τα τέλη του 2016. Ο αριθμός των Τούρκων δημοσιογράφων, των οποίων τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία έχουν κατασχεθεί από το 2016, ανέρχεται σε σχεδόν 50.
Οι αυθαίρετες απολύσεις παραμένουν ένα αποτελεσματικό μοτίβο τιμωρίας. Συνολικά, 3.436 δημοσιογράφοι έχουν απολυθεί από τουρκικά ΜΜΕ τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο αριθμός των απολυθέντων το 2020 ήταν 215. Η ασφάλεια των θέσεων εργασίας ήταν πάντα ένα χρόνιο ζήτημα στην Τουρκία. Το ποσοστό των δημοσιογράφων που είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι μόνο περίπου οκτώ τοις εκατό.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016, με δικαιολογία την κατάσταση έκτακτης ανάγκης του κράτους της Τουρκίας, τουλάχιστον 189 όμιλοι και εταιρείες Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης – συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών ειδησεογραφικών πρακτορείων – έκλεισαν ή ανεστάλη η λειτουργία τους. Τα ψηφιακά αρχεία πολλών από αυτά διαγράφηκαν ανεπιστρεπτί.
Εκτός από ένα τεράστιο μπλοκ από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, μόνο ελάχιστες «κρίσιμες» εθνικές εφημερίδες καταφέρνουν να επιβιώσουν, με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά κυκλοφορίας – κατά μέσο όρο περίπου 10.000, ενώ αντιμετωπίζουν τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό οικονομικών προβλημάτων και προβλημάτων διανομής.
Τα έντυπα μέσα ενημέρωσης, τα οποία βρίσκονται σε μια σταθερή πορεία πτώσης, δεν αποτελούν τόσο απτή απειλή για τον Ερντογάν όσο η τηλεόραση. Ενώ μέρος του γηραιότερου αστικού πληθυσμού στη δυτική Τουρκία διαβάζει ακόμα σε κάποιο βαθμό εφημερίδες, μια ευρεία πλειοψηφία της κοινωνίας στις μακρινές επαρχίες και τις αγροτικές περιοχές παρακολουθεί «ειδήσεις και σχόλια» αποκλειστικά – «δωρεάν» – από τα τηλεοπτικά κανάλια ειδήσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, το ποσοστό αυτό παραμένει περίπου στο 85-90 τοις εκατό του πληθυσμού. Αυτό δείχνει αρκετά για την ασύγκριτη δύναμη της τηλεόρασης καθώς επίσης και το λόγο για τον οποίο η τηλεόραση αποτελεί την προτεραιότητα της πολιτικής εξουσίας. Ο Ερντογάν έχει πλήρη επίγνωση ότι ο πλήρης έλεγχος των αιθουσών σύνταξης του χώρου της τηλεόρασης σημαίνει και έλεγχος της συνολικής διαμόρφωσης της εθνικής γνώμης και συνεπώς σημαίνει και την ικανότητα του να εμποδίζει «επικίνδυνες» ειδήσεις, νέα, αναφορές ερευνών και διάφορα άλλα «ζωτικής σημασίας» σχόλια από ανεξάρτητους δημοσιογράφους.
Ως εκ τούτου, πέρα από τον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό TRT, ο πρωταρχικός στόχος του Ερντογάν ήταν πάντα τα ιδιωτικά ειδησεογραφικά κανάλια, τα οποία, με λίγες εξαιρέσεις, αποτελούν τα σημαντικότερα θύματα του αγώνα του για έλεγχο της διάχυσης των πληροφοριών.
Ίσως, λοιπόν, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μεγάλο μέρος της ελεύθερης ροής ειδήσεων και συζητήσεων, λαμβάνει χώρα στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου η δημόσια διαφωνία είναι ναι μεν ρευστή αλλά εξελίσσεται.
Έχοντας επίγνωση του αντίκτυπου αυτής της δημόσιας διαφωνίας, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, ο Ερντογάν και η ομάδα του γνωρίζουν πολύ καλά να θέτουν αλλά και να αμφισβητούν τα όρια της. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι στις επόμενες εκλογές, οι ψηφοφόροι ηλικίας κάτω των 30 ετών – ψηφοφόροι που ασκούν το καθήκον / δικαίωμα ψηφοφορίας για πρώτη ή δεύτερη φορά – θα αποτελούν σχεδόν το ήμισυ του εκλογικού σώματος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει υπάρξει μια ατελείωτη επίσημη μάχη για τον περιορισμό του διαδικτύου από τότε που ο Ερντογάν και το κυβερνόν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) αποφάσισαν να χαράξουν αυτήν την πορεία, πριν από περίπου μια δεκαετία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού για την Ελευθερία της Έκφρασης, στοιχεία ως και τον Οκτώβριο του 2020, 450.000 ονόματα τομέων, 140.000 διευθύνσεις URL, 42.000 tweets και 11.000 βίντεο στο YouTube έλαβαν απαγορεύσεις πρόσβασης στην Τουρκία τα τελευταία 11 χρόνια.
Από τον Ιούλιο του 2020, εφαρμόζεται επίσης από την κυβέρνηση ακόμα ένα νέο μέτρο τιμωρίας & σωφρονισμού. Οι Αρχές είναι απασχολημένες με την αφαίρεση περιεχομένου και την επιβολή απαγορεύσεων πρόσβασης σύμφωνα με αυτόν τον νέο κανονισμό. Το μέτρο εφαρμόζεται τόσο εκτενώς και αυστηρώς, που μεγάλο μέρος της ειδησεογραφικής κάλυψης, κυρίως για περιστατικά διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας, εξαφανίζεται. Με άλλα λόγια, η μνήμη του ευρέος κοινού διαγράφεται συστηματικά.
Ο επόμενος στόχος είναι οι γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά το Twitter, το οποίο αρνήθηκε να ακολουθήσει αυτήν τη συγκεκριμένη γραμμή, όταν η τουρκική κυβέρνηση ψήφισε νόμο που τους ανάγκασε να ανοίξουν γραφεία με εκπροσώπους τους στην Τουρκία – ένα βήμα που θεωρήθηκε ως μέτρο εξαναγκασμού υποβολής σε λογοκρισία. Από τον Απρίλιο του 2021, οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης με πάνω από 1 εκατομμύριο συνδρομητές, αντιμετωπίζουν σοβαρά πρόστιμα όταν δεν συμμορφώνονται με τον νέο κανόνα.
Ως αποτέλεσμα αυτής της υπέρ – αυταρχικής πορείας του Ερντογάν και του κόμματός του, έχει καθιερωθεί ένα πολύ – επίπεδο σύστημα λογοκρισίας, ενώ μια σειρά ριζικών αλλαγών στις δομές ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός τεράστιου όγκου φιλοκυβερνητικών μηχανισμών προπαγάνδας.
Θυμίζοντας τη στρατηγική «ελέγχου των μαζών» του Goebbelsian από τη ναζιστική εποχή, ο Ερντογάν και η ομάδα του τροποποίησαν αναλόγως τις υπάρχουσες ρυθμιστικές αρχές και κατασκεύασαν νέα εργαλεία ελέγχου του συγκεκριμένου τομέα.
Υπάρχουν λοιπόν τέσσερα τέτοιου είδους εργαλεία.
Ο σημαντικότερος μηχανισμός είναι η «Τουρκική Προεδρία Τηλεπικοινωνιών και Επικοινωνιών» (TIB), η οποία ιδρύθηκε δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, τον Ιούλιο του 2018. Ένα εκτεταμένο και ταχέως αναπτυσσόμενο όργανο, που λειτουργεί ως υποδιαίρεση του «Προεδρικού Μεγάρου» με τον πρόεδρό του να αναφέρεται απευθείας στον Ερντογάν. Βρίσκεται στο κέντρο της Άγκυρας σε κτίριο 30 καταστημάτων, με περίπου 1.500 υπαλλήλους και απολαμβάνει ασυλία από το Κοινοβούλιο ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας. Πρωταρχικό καθήκον του είναι να ελέγχει το σύνολο της δραστηριότητας των μέσων ενημέρωσης σε καθημερινή βάση και να παρεμβαίνει όποτε το κρίνει σκόπιμο σε έντυπα και οπτικοακουστικά μέσα.
Η TIB έχει εντείνει τον έλεγχο του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα TRT και του επίσημου κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Anadolu, τα οποία έχουν ήδη σημαδευτεί από φιλοκυβερνητικές προκαταλήψεις, ακόμη και πριν από το 2018. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν απλά ως φερέφωνα των δομών εξουσίας και ασφάλειας που κυριαρχούνται από το ΑΚΡ στην Άγκυρα.
Η TIB επιβλέπει επίσης την έκδοση επίσημων «εθνικών καρτών Τύπου» για τους Τούρκους δημοσιογράφους και χειρίζεται διαδικασίες διαπίστευσης ξένων ανταποκριτών, συχνά χρησιμοποιώντας την μέθοδο «καρότο και μαστίγιο» (πειθώ και βία), ανάλογα με το αν ένας συγκεκριμένος δημοσιογράφος ή ανταποκριτής «ενοχλεί την κυβέρνηση με επικριτική κάλυψη ή το αντίθετο». Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να ακυρώνει εντελώς τις «κάρτες Τύπου» των μελών των ΜΜΕ, με βάση τη στάση και τις ηθικές ρίζες τους (Κούρδοι). Πρόσφατα, αποκαλύφθηκε ότι ο πρόεδρός της διένειμε στα τηλεοπτικά κανάλια έναν κατάλογο ειδημόνων, οι οποίοι “επιτρέπεται να εμφανίζονται σε εκπομπές συζητήσεων».
Το δεύτερο εργαλείο είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης της Τουρκίας (RTÜK)
Αν και ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι είναι ανεξάρτητος ρυθμιστής, αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Τα εννέα μέλη του RTÜK διορίζονται από πολιτικά κόμματα ανάλογα με την εκπροσώπησή τους στο κοινοβούλιο. Η πλειοψηφία του ανήκει στο κυβερνόν AKP και τον συνεργάτη του, το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP). Χρησιμοποιεί και καταχράται τις εξουσίες του είτε αρνούμενο είτε «καθυστερώντας επ’ άπειρο» την έκδοση αδειών, για τα κανάλια εκείνα τα οποία κρίνει ως «αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ». Το RTÜK εκδίδει «απαγορεύσεις δημοσιότητας και διαφήμισης» – ή «παραγγελίες φίμωσης» για τηλεοπτικά κανάλια (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών παλτφορμών streaming όπως το Netflix). Σε περιπτώσεις «κρίσιμου – επικίνδυνου» περιεχομένου, μπορεί επίσης να επιβάλει σε αυτά τα κανάλια διακοπή λειτουργίας διάρκειας κάποιων ημερών.
Το τρίτο εργαλείο είναι η Αρχή Πληροφοριών και Επικοινωνιών (BTK), η οποία αναφέρεται απευθείας στο Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών. Σύμφωνα με τον αυξανόμενο αυταρχισμό του κυβερνώντος ΑΚΡ, η οντότητα αυτή έχει υποστεί αρκετές διαρθρωτικές αλλαγές από την ίδρυσή της το 2000.
Προϊόν του τότε συνασπισμού υπό τον πρωθυπουργό Bülent Ecevit, κατά την ίδρυσή του το 2000, η εγκαθίδρυση αυτού του οργανισμού αντανακλούσε μια νοοτροπία λογοκρισίας, πριν καν ακόμα ο Ερντογάν αναλάβει την εξουσία. Κατά τη διάρκεια των ετών, έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές, σύμφωνα με τον εντεινόμενο συντηρητισμό και τη μισαλλοδοξία της πολιτικής τάξης εν γένει.
Τώρα στην υπηρεσία του Παλατιού, η BTK, όπως είναι σήμερα, επιβλέπει ολόκληρο τον τομέα του Διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων. Δικαιούται να επιβάλλει αυθαίρετα απαγορεύσεις και περιορισμούς στον ψηφιακό τομέα, και σε άλλες περιπτώσεις μέσω των λεγόμενων «Ειρηνευτικών Δικαστηρίων», οι δικαστές των οποίων διορίζονται με τη συγκατάθεση του Παλατιού. Δεδομένων των εκτεταμένων δυνάμεων της, η BTK επεκτείνει την άσκηση ελέγχου της όλο και εντονότερα στον ψηφιακό τομέα και, τον τελευταίο καιρό, στα δημοφιλή κοινωνικά μέσα, που θεωρούνται απειλή για την εξουσία του Ερντογάν.
Το τέταρτο εργαλείο είναι η Κρατική Αρχή Διαφήμισης (BIK), η οποία επιβλέπει τις επίσημες ανακοινώσεις και διαφημίσεις των αρχών και των επίσημων φορέων στον έντυπο Τύπο. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, τα απομεινάρια του επικριτικού και μεροληπτικού Τύπου της αντιπολίτευσης αντιμετωπίζουν συστηματικές απαγορεύσεις για κρατικές διαφημίσεις.
Σε αντίθεση με τις διαδεδομένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις, η «κατάσταση καταστροφής» των τουρκικών μέσων ενημέρωσης δεν είναι αποκλειστικά υπαιτιότητα του Ερντογάν. Για να είμαστε δίκαιοι, όταν ανέλαβε την εξουσία, ο ισχυρός αυτός άντρας της Τουρκίας βρήκε το τοπίο της δημοσιογραφίας ώριμο για μαζικές αλλαγές. Ήξερε αρκετά για τον σάπιο πυρήνα της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης και τις συστημικές βρώμικες συναλλαγές με τις κυβερνήσεις, ακόμα πριν αναλάβει τα καθήκοντά του. Γνώριζε επίσης για τις ιδεολογικές, σφοδρές διαμάχες και την έλλειψη εξελιγμένης σοφίας σχετικά με την αξία της επαγγελματικής αλληλεγγύης μεταξύ των πολωμένων δημοσιογράφων της Τουρκίας. Ήξερε τι να κάνει και, προφανώς, πότε ακριβώς να το κάνει.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας TRT είχε διατηρήσει το μονοπώλιο. Τα έντυπα μέσα απολάμβαναν σχετικό πλουραλισμό – εκτός από τον φιλοκουρδικό Τύπο. Σημαντικές κοσμικές εφημερίδες όπως η Hürriyet, η Milliyet, η Dünya, διοικούνταν παραδοσιακά από οικογένειες εκδοτών ή, όπως στην περίπτωση της Cumhuriyet, λειτουργούσαν υπό τη μορφή ιδρύματος. Υπήρξε σε μεγάλο βαθμό εσωτερίκευση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Υπήρχε σεβασμός ως προς τα ταμπού και υπήρχε μεγάλη αυτολογοκρισία σε «ευαίσθητα» ζητήματα, όπως το κουρδικό, το αρμενικό και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Οι κανόνες άλλαξαν δραματικά όταν η μεγάλη αλλαγή – απορρύθμιση των μέσων ενημέρωσης – έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μαζί με την ιδιωτικοποίηση του οπτικοακουστικού τομέα, μια σημαντική ομάδα επιχειρηματιών, που δραστηριοποιούνταν σε σημαντικούς τομείς, έκαναν την είσοδό τους. Σύντομα, αποδείχτηκε ότι για αυτούς επρόκειτο για έναν ακόμη χώρο από τον οποίο θα μπορούσαν να αποκομίσουν μεγάλα κέρδη. Δεδομένης της δύναμης μιας ιδιωτικοποιημένης τηλεόρασης, άνοιξαν οι πύλες επιρροής στις κυβερνήσεις. Ανακαλύφθηκε η μαγική της δύναμη να κερδίζει δημόσιες συμβάσεις και να απολαμβάνει κίνητρα για την επέκταση διαφόρων επιχειρηματικών κλάδων όπως τους κλάδους των κατασκευών, της ενέργειας, της εξόρυξης, του τουρισμού, της ασφάλισης, της τραπεζικής κ.λπ
Δεδομένου ότι κανένας από τους ανερχόμενους επιχειρηματικούς κύκλους δεν κατείχε καμία βασική ή και ουσιαστική αντίληψη ή γνώση για τη συγκεκριμένη φύση και το ρόλο της δημοσιογραφίας, σύντομα ανακαλύφθηκε ότι τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης ήταν μία ακόμα ευκαιρία για αυτο-λογοκρισία. Οι «άγριες» μέθοδοι ανταγωνισμού, όπως η διανομή προωθητικών άρθρων μέσω εφημερίδων, και οι «κρυφές» επαφές με την κυβέρνηση, μαζί φυσικά με τη γραφειοκρατία, όριζαν και διαμόρφωναν το περιεχόμενο που τελικά κατέληγε στο κοινό. Η διαφθορά της πολιτικής τάξης αλλά και των μεγιστάνων των μέσων ενημέρωσης κατέληξε να γίνει ένα τεράστιο ερωτηματικό όπως εκείνου του μόνιμου ζητήματος τύπου: «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;».
Όταν η Τουρκία υπέστη τεράστια οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας, όχι μόνο το πολιτικό σύστημα αλλά και ολόκληρος ο χώρος των μέσων ενημέρωσης είχε καταστραφεί. Τεράστιοι όμιλοι μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι κατείχαν επίσης και τις δικές τους τράπεζες, είχαν καταρρεύσει με τους ιδιοκτήτες τους είτε να καταλήγουν στη φυλακή είτε να κηρύσσουν πτώχευση.
Όταν το AKP κατάφερε να μπει στο Κοινοβούλιο μετα από μια εντυπωσιακή νίκη, αυτό που βρήκαν ήταν ένα κατεστραμμένο τοπίο, πλήρως ευάλωτο, αρκετά δυσφημισμένο και έτοιμο προς χειραγώγηση από ανθρώπους που πραγματοποιούσαν αγορές / εξαγορές. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε ακόμα πιο περισσότερο τον Ερντογάν να δημιουργήσει τη δική του ομάδα επιχειρηματιών / συντηρητικών Ισλαμιστών ως τη νέα γενιά ιδιοκτητών των συνεχώς αναπτυσσόμενων φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Για περίπου 8 χρόνια, μεταξύ των ετών 2002 και 2010, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, εν μέρει εξαιτίας της κατάρρευσης του παλαιού διεφθαρμένου συστήματος ιδιοκτησίας, απολάμβαναν αυτό που αποκαλούμε «σύντομη άνοιξη», χάρη στις υπό την κατεύθυνση της ΕΕ μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη το AKP και οι οποίες βελτίωσαν το έδαφος αρκετά ως προς την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την ποικιλομορφία. Τα ταμπού καταρρίφθηκαν και ο δημόσιος διάλογος φάνηκε ότι έβρισκε ένα ευρύτερο φάσμα εφαρμογής, ειδικά με την ύπαρξη διάφορων ανταγωνιστικών καναλιών από διάφορες ιδεολογικές παρατάξεις. Έστω και λίγο χρονικό διάστημα φαινόταν ότι η χώρα θα μπορούσε να βρει το δρόμο της προς μια δημοκρατική τάξη.
Αυτό, ωστόσο, δεν θα διαρκούσε για πολύ. Ήταν ξεκάθαρο ότι, για διάφορους λόγους τους οποίους δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε εδώ, ο Ερντογάν είχε αποφασίσει περίπου το 2011 πως ήταν έτοιμος και προς όφελος της εξουσίας του να στρέψει τη χώρα προς ένα καθεστώς συγκέντρωσης της εξουσίας στο πρόσωπο ενός μόνο άντρα.
Είχε όμως 4 μεγάλα εμπόδια να αντιμετωπίσει: να απομακρύνει τους αντιπάλους του εντός του κόμματός του, να ξεφορτωθεί το κίνημα Γκιουλέν το οποίο μέχρι τότε αποτελούσε χρήσιμο σύμμαχο, να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης καθώς και εν ευθέτω χρόνο, του δικαστικού σώματος.
Η αποδόμηση του κώδικα δημοσιογραφίας και η μεταρρύθμιση του ήδη προβληματικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης άρχισαν να πραγματοποιούνται μετά τα γεγονότα και τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί στα μέσα του 2013. Τρεις μεγάλοι όμιλοι μέσων ενημέρωσης αποτέλεσαν τους βασικούς του στόχους: ο όμιλος Ciner (του οποίου ο ιδιοκτήτης είχε πολύ ενεργούσα δράση στους τομείς της ενέργειας και της εξόρυξης ), ο όμιλος Şahenk και ο όμιλος Doğan Media.
Από τη στιγμή κατά την οποία ξεσπασαν οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί στα τέλη Μαίου του 2013, ο Ερντογάν ασχολήθηκε επισταμένως και προσωπικά με την ενίσχυση της επιβολής του ελέγχου του στις συντακτικές αίθουσες πραγματοποιώντας προσωπικές τηλεφωνικές κλήσεις στους διευθυντές των πιο σημαίνοντων καναλιών. Φυσικά και το κατόρθωσε με επιτυχία καθώς όλοι οι ιδιοκτήτες υπέκυψαν στις απαιτήσεις του, αφού ήταν όλοι εξαρτώμενοι από την οικονομική υποστήριξη της κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να το θυμόμαστε ως περίπτωση μαζικής λογοκρισίας.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ο Ερντογάν γνώριζε πολύ καλά ότι μπορούσε να βασιστεί στον όμιλο Ciner, υπό την ιδιοκτησία του οποίου λειτουργούσε ο τηλεοπτικός σταθμός Haberturk TV, αλλά και στον όμιλο Şahenk, του οποίο ο τηλεοπτικός σταθμός NTV αποτελούσε μεγάλο ειδησεογραφικό κανάλι. Όμως, δεν μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρος για τους άλλους δύο ομίλους.
Ο πρώτος ήταν ο όμιλος Doğan Media, ο οποίος αποτελούσε μια τεράστια αυτοκρατορία τηλεοπτικών καναλιών και εφημερίδων που κυριαρχούσαν στην κυκλοφορία του έντυπου τύπου.
Ο ίδιος φυσικά δεν μπορούσε να κρύψει την αντιπάθεια του προς τον πρόεδρο του ομίλου Aydın Doğan, καθώς ο όμιλος είχε έντονα αντιταχθεί στην άνοδο του στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ο μεγιστάνας συχνά θεωρείτο ως «βασιλιάς ή παρίας» ενώ χρησιμοποιούσε συχνα τα δικάς του μέσα ενημέρωσης προκειμένου να ασκήσει επιρροή.
Ακόμα και μετά την άνοδο του Ερντογάν και την ορκωμοσία του ως Πρωθυπουργός, ο Doğan επέμενε να διατηρεί και να βλέπει τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο, ακόμα κι αν η Τουρκία βρισκόταν τώρα υπό την κυβέρνηση κόμματος πλειοψηφίας. Συνέχισε ωστόσο, όπως συνέβαινε πάντα με τους άπληστους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας, να επιθυμεί να συνάψει «κρυφές» επαφές με τον Ερντογάν προκειμένου να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τα ήδη μεγάλα επιχειρηματικά του συμφέροντα. Όμως ο Ερντογάν αρνήθηκε να του προσφέρει οποιαδήποτε χάρη. Η ρήξη λοιπόν έμοιαζε αναπόφευκτη.
Η τελική αναμέτρηση ήρθε το 2008, όταν ο όμιλος Doğan δημοσίευσε τα νέα σχετικά με το φιλανθρωπικό οργανισμό “Deniz Feneri” (Φάρος). Ενέπλεκε τον ισλαμιστικό αυτό φιλανθρωπικό οργανισμό της Γερμανίας που βρισκόταν κοντά στο κυβερνόν κόμμα AKP σε μια υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων, μια ιστορία με μεγάλη ειδησεογραφική και δημοσιογραφική σημασία. Όμως, εκμεταλλευόμενος την συνεχώς αυξανόμενη επιρροή του αλλά και τις αστοχίες του Aydın Doğan’s που έθεσαν ζητήματα με την νομοθεσία, ο Ερντογάν κατάφερε να δαμάσει την τον αντίκτυπο των ειδήσεων. Ως αντίποινα, ο Ερντογάν εξέδωσε απειλές για δρακόντεια πρόστιμα και ποινές εναντίον του ομίλου Doğan Medya, ο οποίος και ήρθε αντιμέτωπος με πολλές μηνύσεις. Ο κίνδυνος ήταν αρκετά μεγάλος ώστε ο μεγιστάνας του ομίλου να συνεχίσει με ένα πιο ήπιο προφίλ ως προς την αυξημένη λογοκρισία.
Έως το 2011,ο Ερντογάν προχώρησε ακόμα παραπέρα. Ο Doğan αναγκάστηκε να πουλήσει την εφημερίδα − ναυαρχίδα Milliyet, στην οικογένεια Demirören, γνωστή για την υποταγή της στον Ερντογάν. Λίγο καιρό μετά την αλλαγή ιδιοκτησίας της εφημερίδας, πολλοί συντάκτες και αρθρογράφοι απολύθηκαν. Ωστόσο, το τελικό χτύπημα προς τον Doğan θα έρχονταν πολύ αργότερα, το 2018.
Ο άλλος μεγάλος αντίποδας με μεγάλη επιρροή, είχε ως κεντρικές δυνάμεις του τον όμιλο Zaman και τον όμιλο Koza Holding, όμιλοι οι οποίοι σχετίζονταν με τον Fethullah Gülen, ιερέα με πολλούς ακόλουθους που βρίσκονταν εντός του κρατικού μηχανισμού και του δικαστικού σώματος.
Αρχικά, και οι δύο αυτοί όμιλοι υποστήριζαν ένθερμα το AKP και τη μεταρρυθμιστική του πολιτική, διότι ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν είχαν δημιουργήσει μια πολιτική συμμαχία από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του κόμματος AKP. Όμως επρόκειτο για μια συμμαχία που διακατέχονταν από έλλειψη εμπιστοσύνης. Οι δύο άντρες εκπροσωπούσαν διαφορετικές απόψεις σε συγκεκριμένα εθνικά και διεθνή ζητήματα, παρόλο που και οι δύο προέρχονταν από το ίδιο βαθιά ευσεβές σουνιτικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας.
Ξεκινώντας το 2013 και μετά από μια δεκαετία συνεργασίας, οι ρωγμές στις σχέσεις τους αλλά και ανάμεσα στα κινήματα τους άρχισαν να γίνονται εμφανείς. Ωστόσο, φυσικά η μεγάλη ρήξη αφορούσε προφανώς ο καταμερισμός της εξουσίας. Η σχέση τους θα διαλύονταν τελικά το 2013, όταν έλαβαν χώρα κάποιες παράταιρες έρευνες, μία για την αποφυγή κυρώσεων από το Ιράν στην κυβέρνηση του Ερντογάν και ακόμα μία που σχετιζόταν με ύποπτες επάφες με την Αλ Κάιντα.
Ιστορίες, οι οποίες φαινομενικά προέρχονταν από έρευνες του FBI, είχαν τεράστια ειδησεογραφική σημασία και αρχικά ταρακούνησαν συθέμελα την Άγκυρα. Τα φιλικά προς τον Γκιουλέν μέσα μαζικής ενημέρωσης βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή καλύπτοντας τα γεγονότα, όμως η γενική δυσπιστία, για να μην πούμε μίσος, προς το κίνημα Γκιουλέν εκ μέρους τμήματος της κοινωνίας ήταν τόσο βαθιά ώστε οι δημοσιογράφοι τους να καταλήξουν μόνοι, ανυπεράσπιστοι και ευάλωτοι.
Όμως ήταν πραγματικά «Δώρο Θεού» για τον Ερντογάν, όταν τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης επέλεξαν να μην καλύψουν την ιστορία, για λόγους τακτικής αλλά και ιδεολογικούς. Ενώ αγωνίστηκε σκληρά να επιβάλλει τη λογοκρισία σε συμβατικά και ηλεκτρονικά μέσα μέχρι εκείνη τη στιγμή, πραγματοποίησε μια ξαφνική αλλαγή και δημιούργησε μια πολιτική συμμαχία με τους πρώην εχθρούς του, τους υποστηρικτές του Κεμαλισμού και υπερεθνικιστές.
Ο Γκιουλέν αποτελούσε πια τον πρωταρχικό του εχθρό και είχε επιλέξει πλέον να συνάψει συμφωνία με τους εχθρούς του νέου του αντιπάλου. Από το 2014 και έπειτα, επικεντρώθηκε στην καταστροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης που ήταν φιλικά προς τον Γκιουλέν. Όμως, γνώριζε πολύ καλά και το είχε ήδη υπολογίσει ότι οι νέοι του σύμμαχοι και πρώην εχθροί του δεν επρόκειτο να τον βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων του. Επίσης, διακατέχονταν από μνησικακία εναντίον των φιλελεύθερων, ειρηνευτικών και φιλοκουρδικών μέσων ενημέρωσης.
Έτσι από εκείνη τη στιγμή και μετά, η καταστροφή των μέσων ενημέρωσης συμβάδιζε με την ανατροπή διαφόρων τμημάτων μέσων ενημέρωσης με σημαντική επιρροή. Συνεπώς, όταν ακόμα ένα «δώρο Θεού» προέκυψε τον Ιούλιο του 2016, υπό τη μορφή της απόπειρας πραξικοπήματος, αυτό που απέμενε για τον Ερντογάν ήταν να δώσει τη «χαριστική βολή» και να υποτάξει τον ακαδημαϊκό χώρο, τις δημόσιες υπηρεσίες, το δικαστικό σώμα και τα μέσα ενημέρωσης εκδίδοντας διατάγματα και πραγματοποιώντας διορισμούς.
Κατα τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών του κράτους έκτακτης ανάγκης που ακολούθησαν αυτήν την αποτυχημένη απόπειρα, περίπου 9000 ακαδημαϊκοί και περισσότεροι από 125.000 δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν ενώ περίπου 45000 μέλη του δικαστικού σώματος είτε απολύθηκαν είτε φυλακίστηκαν.
Με την βοήθεια των διαταγμάτων, ο Ερντογάν απολάμβανε τη μία επιτυχία μετά την άλλη σε όλα τα επίπεδα και μάλιστα χωρίς απολύτως καμία αντίσταση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου επίσης, χιλιάδες δημοσιογράφοι έχασαν τις δουλειές τους και περίπου 190 οργανισμοί μέσων ενημέρωσης έκλεισαν και έχασαν δια παντός τα ηλεκτρονικά τους αρχεία τα οποία διαγράφτηκαν. Επίσης, κατά την ίδια εποχή τμήματα του δικαστικού σώματος να διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να βοηθήσουν τη δημοσιογραφία υπέρ του μηχανισμού εξουσίας του Ερντογάν.
Έχοντας εγκαθιδρύσει ένα «υπερ − προεδρικό» σύστημα μέσω του δημοψηφίσματος το 2017, υπήρχε μονάχα ένα εμπόδιο πριν την ολοκλήρωση της αποστολής του: να «γονατίσει» τον όμιλο Doğan Media. Ο όμιλος Doğan είχε στην ιδιοκτησία του 2 τηλεοπτικά κανάλια με μεγάλη επιρροή και μια ακόμα εφημερίδα − ναυαρχίδα, την Hürriyet, των οποίων τα έσοδα από διαφημιστικές καμπάνιες αντιστοιχούσαν περίπου στο 40% των εσόδων κυκλοφορίας ολόκληρου του εθνικού έντυπου τύπου.
Ανίκανος πια να αντισταθεί στις πολλές εσωτερικές πιέσεις αλλά και τις οικονομικές απειλές, ο Aydın Doğan αναγκάστηκε να υποκύψει. Ο όμιλος, του οποίου οι σωστές αλλά και οι λάθος απόψεις καθόρισαν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και «διασταυρώθηκαν» με την μικροπολιτική της Τουρκίας για αρκετές δεκαετίες, πουλήθηκε το 2018 στην οικογένεια Demirören. Μετά από αυτήν την ενέργεια, το παιχνίδι των «προβληματικών» μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας είχε τελειώσει.
Το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης είναι πια ερείπια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η δημοσιογραφία αποτελεί έναν ασθενή που νοσηλεύεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας με επικίνδυνες μετρήσεις και με έλλειψη ανάκαμψης.
Ένα έθνος που συστηματικά βρίσκεται σε πλήρες σκοταδισμό παραπληροφόρησης. Δεν υπάρχει καν πλουραλιστικός δημόσιος λόγος. Ο μηχανισμός μέσων ενημέρωσης επηρεασμένος από τις απόψεις του Goebbelsian ευθύνεται για την άνοδο, ανάμεσα στα πλήθη, του «μαχητικού εθνικισμού» και του «εχθρικού Ισλαμισμού» τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αφού λοιπόν εξόντωσε τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης, τώρα ο Ερντογάν συνεχίζει τον αγώνα του εναντίον της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αγώνα για τον οποίο ο ίδιος πιστεύει ότι η νίκη δεν αργεί. Δεν σταματάει να προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ζημιά σε ένα επάγγελμα έντιμο αλλά και σημαντικό, αν η Τουρκία επιθυμεί να διατηρήσει ένα έδρανο για δημοκρατική αντιπολίτευση και έναν χώρο μέσω του οποίου η κοινωνία θα μπορέσει να επιστρέψει σε δημοκρατική τάξη. Οι προοπτικές, ωστόσο, φαίνονται όλο και πιο ζοφερές.
*(Μετάφραση: Μεταφραστικό Τμήμα Θρακικού Πρακτορείου Ειδήσεων)