*Γράφει η Μαρωβήτα Νικολαϊδου, Επικοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμων
Η Τουρκία του 2025 δεν είναι ούτε απλώς δυτικός σύμμαχος ούτε μεσαία δύναμη περιορισμένων φιλοδοξιών. Φαίνεται να προσπαθεί να διαμορφώσει έναν δικό της ρόλο σε έναν πολυπολικό κόσμο, επιδιώκοντας «στρατηγική αυτονομία» και αναβαθμισμένη παγκόσμια θέση, αλλά δεν διαθέτει μία καλά εδραιωμένη διανοητική παράδοση σκέψης γύρω από τη μεγάλη στρατηγική.
Το κυρίαρχο αφήγημα της τουρκικής ηγεσίας, διατυπωμένο στο σύνθημα «Ο Κόσμος είναι Μεγαλύτερος από Πέντε», στοχεύει στη διεκδίκηση ενός πιο δίκαιου διεθνούς συστήματος. Ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει κατά καιρούς φλερτάρει με την ιδέα ότι αποστολή του είναι να αλλάξει τη διεθνή τάξη πραγμάτων, η οποία στη σημερινή της μορφή θεωρείται μια άδικη διευθέτηση για την Τουρκία και για τα μέρη του κόσμου τα οποία η Τουρκία ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί. Φιλόδοξοι πολιτικοί —όπως ο Αχμέτ Νταβούτογλου, που υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών (2009–2014) και πρωθυπουργός (2014–2016)— έχουν κατά καιρούς εκμεταλλευτεί το άνοιγμα που τους πρόσφερε ο Ερντογάν για να δοκιμάσουν στρατηγικά οράματα, εμπνευσμένα από ιδέες όπως ο νεο-οθωμανισμός, ο ευρασιανισμός ή ο μετααποικιακός λόγος.
Όπως το έχει επαναδιατυπώσει ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν (πρώην επικεφαλής της Τουρκικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), η ατζέντα αυτών των εκδηλώσεων τονίζει, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, μια «πιο δίκαιη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, χωρίς την κυριαρχία καμίας ηγεμονικής δύναμης, με την Τουρκία να διαδραματίζει ρόλο κεντρικού διαμεσολαβητή μεταξύ προηγουμένως ασύνδετων περιοχών».
Για την κυβερνώσα ελίτ της Τουρκίας, συνεπώς, η φιλελεύθερη διεθνής τάξη και η δυτική ηγεμονία έχουν ήδη τελειώσει, η δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε παρακμή και τα κράτη πλέον λειτουργούν σε έναν μετα-δυτικό και πολυπολικό κόσμο. Για τους Τούρκους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αυτό απαιτεί η χώρα τους να οικοδομήσει επιλεκτικές εταιρικές σχέσεις, με βάση την επιδίωξη των εθνικών της συμφερόντων, ώστε να ενισχύσει την αυτάρκεια και την εθνική της ασφάλεια.
Οι περιορισμοί της εσωτερικής πολιτικής δημιουργούν μια κατάσταση στην οποία η Τουρκία ακολουθεί βραχυπρόθεσμους πολιτικούς υπολογισμούς για την εξυπηρέτηση εσωτερικών πολιτικών συμφερόντων, σε βάρος ενός μακροπρόθεσμου οράματος στρατηγικής αυτονομίας που να ορίζεται μέσα από το πρίσμα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος.
Το αποτέλεσμα είναι μια ασυνεπής εξωτερική πολιτική που υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία της Τουρκίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και εξυπηρετεί σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμφέροντα της κυβερνώσας ελίτ, αυτή η πολιτική έχει μεγάλο κόστος για τη χώρα, επιδεινώνοντας τα οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά της προβλήματα.
Πουθενά δεν είναι πιο εμφανές αυτό το αποτέλεσμα από ό,τι στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, όπου η Τουρκία έχει τοποθετηθεί ως «φύλακας» της μετανάστευσης στα σύνορα της ΕΕ χάρη στη συμφωνία ΕΕ–Τουρκίας για τη μετανάστευση. Αυτή η συμφωνία ωφέλησε πρωτίστως την κυβερνώσα ελίτ της Τουρκίας, καθώς αφαίρεσε τη δημοκρατική αιρεσιμότητα από τις σχέσεις της με την ΕΕ. Ταυτόχρονα ωφέλησε και την ΕΕ, καθώς μείωσε τον αριθμό των προσφύγων που διέρχονται μέσω της Τουρκίας.
Στο εμπόριο, η Τουρκία το 2022 κατέγραψε συνολικό όγκο συναλλαγών με την ΕΕ ύψους 182 δισ. δολαρίων, ενώ την ίδια στιγμή το εμπόριο της με την Ασία (Κίνα, Ρωσία και Μέση Ανατολή) ξεπέρασε τα 220 δισ. δολάρια. Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν την επιδίωξη διαφοροποίησης, χωρίς όμως εγκατάλειψη των παραδοσιακών της δεσμών με τη Δύση. Η χώρα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο δυτικό κεφάλαιο στους τομείς των χρηματοοικονομικών, των επενδύσεων και της τεχνολογίας. Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται η ίδια η δομή της τουρκικής οικονομίας. Το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης της Τουρκίας, που βασίζεται στα ελλείμματα («deficit-led»), δημιουργεί ταυτόχρονες εξωτερικές εξαρτήσεις από διάφορες μεγάλες δυνάμεις, λόγω της υψηλής εξάρτησής της από εξαγωγές χαμηλής και μεσαίας προστιθέμενης αξίας.
Η εξάρτηση της Τουρκίας από τις εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων και προηγμένων τεχνολογιών από άλλες χώρες προκαλεί προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών και επιδεινώνει τη χρηματοπιστωτική ευθραυστότητα της χώρας. Συνεπώς, η Τουρκία χρειάζεται ένα πιο συνεκτικό πλαίσιο οικονομικής ασφάλειας για να στηρίξει τις πολιτικές της που επιδιώκουν την αυτονομία σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Η κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), γενικά δεν έχει παρουσιάσει μια συνεκτική άποψη για τη διεθνή τάξη και τη θέση της Τουρκίας σε αυτήν. Είναι επίσης αμφίβολο κατά πόσον η αντιπολίτευση είναι επαρκώς ενημερωμένη για τις συχνά ταχύτατες αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση της Συρίας, όταν ο ηγέτης του CHP κάλεσε την κυβέρνηση να συνεργαστεί με τον Άσαντ λίγες μόλις ημέρες πριν την ανατροπή του.
Τουρκία και Ρωσία: Μια Λειτουργική Συνεργατική Αντιπαράθεση
Η σχέση Άγκυρας-Μόσχας είναι ταυτόχρονα συνεργατική και ανταγωνιστική. Στην Ουκρανία, η Τουρκία επέδειξε σταθερή στήριξη: απέστειλε drones Bayraktar TB2 που αναδείχθηκαν κρίσιμα για την ουκρανική άμυνα, εφάρμοσε αυστηρά τη Συνθήκη του Μοντρέ κλείνοντας τα Στενά στα ρωσικά πολεμικά πλοία τον Φεβρουάριο 2022 και συνέβαλε στην επίτευξη της Συμφωνίας για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας.
Ταυτόχρονα, οι οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία ενισχύθηκαν: το 2022, ο όγκος εμπορίου Τουρκίας-Ρωσίας έφτασε τα 68 δισ. δολάρια, με τη Ρωσία να αποτελεί βασικό προμηθευτή ενέργειας (φυσικό αέριο, πυρηνική τεχνολογία). Αυτή η διττή πολιτική —αλληλοεξάρτηση χωρίς στρατηγική ταύτιση— ενισχύει τη θέση της Τουρκίας ως ανεξάρτητου πόλου στη μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη.
Τουρκία και ΝΑΤΟ: Ο Αφανής Πυλώνας στην Ουκρανία
Παρά τις τριβές, η Τουρκία ενίσχυσε θεαματικά τη νατοϊκή προσπάθεια στην Ουκρανία:
- η Άγκυρα ανέλαβε τη διοίκηση του ναυτικού σκέλους της Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας Κοινής Ομάδας Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ. Το Σώμα Ταχείας Ανάπτυξης της Τουρκίας, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ορίστηκε στη συνέχεια ως Σώμα Πολέμου του ΝΑΤΟ για έκτακτες ανάγκες το 2023. Αυτό σήμαινε ότι η Τουρκία ηγείτο ουσιαστικά της απάντησης του ΝΑΤΟ σε ενδεχόμενη περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα εναντίον συμμάχων.
- Συγκρότησε μαζί με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία την Ομάδα Αντιμετώπισης Ναρκών της Μαύρης Θάλασσας
- Έγινε χώρα συνεισφοράς στην ομάδα μάχης του ΝΑΤΟ στη Βουλγαρία και έστειλε τέσσερα αεροσκάφη F-16 και 80 άτομα προσωπικό για να ενισχύσει τις δυνατότητες αεροπορικής επιτήρησης της Ρουμανίας από τον Δεκέμβριο του 2023 έως τον Μάρτιο του 2024.
- Η τουρκική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να συμβάλει επίσης στην Αποστολή Αεροπορικής Αστυνόμευσης της Βαλτικής του ΝΑΤΟ στην Εσθονία το 2026.
- Παρείχε drones, ναυτικές κορβέτες και κρίσιμες πληροφορίες στην Ουκρανία.
- Οι τουρκικές παραδόσεις επιπλέον Bayraktar TB2 εξοπλισμένων με πυραύλους αέρος-εδάφους ενίσχυσαν την άμυνα της Ουκρανίας πριν φτάσει η στρατιωτική βοήθεια της Δύσης. Αυτοί οι εξοπλισμοί κατέστησαν την Τουρκία έναν από τους πρώτους συμμάχους του ΝΑΤΟ που παρείχαν φονικό στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία.
Οι κινήσεις αυτές απέδειξαν ότι, παρά την επίσημη ρητορική για στρατηγική αυτονομία, η Άγκυρα παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της συλλογικής άμυνας της Συμμαχίας στην Ανατολική Ευρώπη.
Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση επιμένει εδώ και καιρό ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατό μέσω διαπραγματεύσεων και έχει εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον να διαδραματίσει ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
Η Απομάκρυνση από την ΕΕ: Από την Ελπίδα στην Αμοιβαία Καχυποψία
Η Τουρκία απομακρύνθηκε σταδιακά από την προοπτική πλήρους ένταξης στην ΕΕ για αρκετούς λόγους μεταξύ των οποίων:
- Αυταρχικοποίηση του εσωτερικού πολιτεύματος μετά το 2016.
- Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό (2016) που μετέτρεψε τη σχέση σε συναλλακτική.
- Συρία, Λιβύη, Ανατολική Μεσόγειος: όπου η Τουρκία επέδειξε ισχύ σε ναυτικές διαφορές με την Ελλάδα και την Κύπρο, σε αυτό που οι Ευρωπαίοι επικριτές χαρακτήρισαν «διπλωματία των κανονιοφόρων».
- Διευρυμένη στρατηγική αυτονομία που περιόρισε το ενδιαφέρον της Τουρκίας για ευρωπαϊκή αιρεσιμότητα.
- Ευρωπαϊκή αδράνεια και αναποφασιστικότητα ως προς την ενταξιακή προοπτική.
- Η δικαστική καταδίκη και πολιτική στοχοποίηση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2024, αποτέλεσε σημείο καμπής στις σχέσεις με την Τουρκία.
Η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση: ενίσχυσε τους οικονομικούς δεσμούς, ολοκλήρωσε τον TurkStream, ανέλαβε τον πρώτο τουρκικό πυρηνικό σταθμό, αυξάνοντας την ενεργειακή εξάρτηση.
Η Μαύρη Θάλασσα: Το Νέο Στρατηγικό Επίκεντρο και ο Ρόλος της Τουρκίας
Η Μαύρη Θάλασσα έχει μετατραπεί από «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας σε κόμβο στρατηγικής αντιπαράθεσης. Η Τουρκία, ως θεματοφύλακας της Συνθήκης του Μοντρέ του 1936, κατέχει το στρατηγικό κλειδί: ελέγχει την πρόσβαση των πολεμικών πλοίων μέσω των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου.
Με την αποδυνάμωση του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα (ιδίως το 2023 μέσω ουκρανικών πλήγματων που εξουδετέρωσαν σχεδόν το ήμισυ του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου του ναυαρχίδας καταδρομικού “Moskva”), το τουρκικό ναυτικό σήμερα είναι το ισχυρότερο στη Μαύρη Θάλασσα, διαθέτοντας σύγχρονες φρεγάτες, υποβρύχια και ένα αμφίβιο πλοίο επίθεσης.
Σε αντίθεση με την Τουρκία, μέχρι την έναρξη του πολέμου, η ΕΕ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν διέθεταν μια ενιαία στρατηγική για την αντιμετώπιση των πολιτικών και των ζητημάτων ασφαλείας στη Μαύρη Θάλασσα.
Στη Στρατηγική Αντίληψη του 2022, το ΝΑΤΟ τελικά ανακήρυξε τη Μαύρη Θάλασσα περιοχή στρατηγικής σημασίας, βάζοντας τέλος σε χρόνια αδιαφορίας, αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω. Στη νέα στρατηγική αρχιτεκτονική, η Τουρκία δεν είναι απλώς σημαντική — είναι αναντικατάστατη.
Στρατηγική Αναδιάταξη: Γιατί η Ευρώπη Χρειάζεται Ένα Νέο Ελσίνκι
Η Ευρώπη καλείται να διαχειριστεί το νέο γεωπολιτικό τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ασταθή ισορροπία ισχύος στη Μαύρη Θάλασσα, τη μεταβαλλόμενη πολιτική των ΗΠΑ και την αναδυόμενη αναθεωρητική στάση της Ρωσίας. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για μια στρατηγική επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η ήπειρος χρειάζεται μια νέα προσέγγιση τύπου “Ελσίνκι”, βασισμένη σε μια πραγματιστική λογική στρατηγικής αλληλεξάρτησης, που να στηρίζεται σε τέσσερις βασικούς άξονες:
- Ασφάλεια στη Μαύρη Θάλασσα: Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ πρέπει να επενδύσουν σε περιφερειακές ναυτικές συνεργασίες που ενδυναμώνουν τους παράκτιους συμμάχους—Τουρκία, Ρουμανία, Βουλγαρία—μέσα από κοινές ασκήσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και ενίσχυση των υποδομών. Αντί για την έντονη παρουσία μη παράκτιων δυνάμεων, η στρατηγική πρέπει να βασιστεί στην “περιφερειακή ιδιοκτησία”, ενισχύοντας τις τοπικές ικανότητες και αποφεύγοντας την άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, όπως απαιτεί η ευαίσθητη ισορροπία ισχύος της περιοχής.
- Αμυντική συνεργασία: Η ένταξη της Τουρκίας σε πρωτοβουλίες όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) μπορεί να αναβαθμίσει τη συλλογική άμυνα της Ευρώπης και να γεφυρώσει το χάσμα με τη σύγχρονη τουρκική αμυντική βιομηχανία. Η Ευρώπη οφείλει να αξιοποιήσει τις τουρκικές δυνατότητες σε drones, ναυτικές κατασκευές και αμυντική καινοτομία, ενσωματώνοντάς τες στη στρατηγική αναγέννηση της ευρωπαϊκής άμυνας, ιδιαίτερα καθώς μειώνεται η αμερικανική στήριξη.
- Ενεργειακή διασύνδεση: Η ανάπτυξη του “Κεντρικού Διαδρόμου” (Middle Corridor) μέσω Τουρκίας προς την Κεντρική Ασία δεν αποτελεί μόνο οικονομικό έργο υποδομής, αλλά στρατηγικό άξονα για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία και την Κίνα. Η ΕΕ πρέπει να στηρίξει έργα που ενισχύουν τη συνδεσιμότητα και την ανθεκτικότητα των αγορών, μετατρέποντας την Τουρκία σε στρατηγικό ενεργειακό εταίρο.
- Σταθεροποίηση του Καυκάσου: Η Τουρκία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη διαμεσολάβηση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Η Ευρώπη πρέπει να στηρίξει αυτές τις ειρηνευτικές προσπάθειες, όχι μόνο για τη σταθερότητα του Νότιου Καυκάσου, αλλά και για την οικοδόμηση νέων διαδρόμων εμπορίου και ενέργειας, οι οποίοι παρακάμπτουν τη Ρωσία και περιορίζουν την κινεζική επιρροή στην ευρασιατική ήπειρο.
Επόμενο στάδιο: Διεύρυνση των Κοινών Συμφερόντων
- Η ανοικοδόμηση της Συρίας αποτελεί ένα κρίσιμο πεδίο σύγκλισης: η Τουρκία αναγνωρίζει ότι η σταθεροποίηση της περιοχής υπερβαίνει τις δυνατότητές της, ενώ η ΕΕ διαθέτει τα οικονομικά μέσα και την εμπειρία ανασυγκρότησης μετασυγκρουσιακών κοινωνιών.
- Η συνδυασμένη αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και τουρκικών υποδομών στους τομείς των κατασκευών και της ενέργειας θα μπορούσε να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη της Συρίας και τη σταδιακή επιστροφή των προσφύγων. Μια τέτοια συνεργασία θα ενίσχυε την πολιτική μετριοπάθεια στην Άγκυρα και θα αναβάθμιζε τον ρόλο της ΕΕ ως σταθεροποιητικής δύναμης.
- Παράλληλα, η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει στη διατήρηση της θέσης της ως κορυφαίου οικονομικού εταίρου της Τουρκίας, προωθώντας την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και ενθαρρύνοντας την Τουρκία σε έναν πιο θετικό και εποικοδομητικό διάλογο.
Ένα νέο «Ελσίνκι», δηλαδή μια πραγματιστική στρατηγική αναδιάταξη, που θα ενσωματώνει την Τουρκία σε ένα ευρύτερο δίκτυο ευρωπαϊκής ασφάλειας, χωρίς να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες της, εξυπηρετεί και τα συμφέροντα της Ελλάδας.