Πενήντα πέντε χρόνια πέρασαν, από την Τρίτη 13 Αυγούστου 1968, ημέρα, κατά την οποία ο Αλέκος Παναγούλης, αρχηγός της οργάνωσης ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, αποπειράθηκε να εκτελέσει τον Τύραννο της Ελληνικής Χούντας Γ. Παπαδόπουλο.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος επιβιβάζεται, στις 7:30 το πρωί, στο τεθωρακισμένο αυτοκίνητό του και αναχωρεί από την εξοχική του κατοικία στο Λαγονήσι για την Αθήνα. Μεγάλη η πομπή. Μοτοσικλετιστές και αυτοκίνητα με αστυνομικούς μπρος και πίσω.
Στις 7:40 η πομπή φθάνει στο 31ο χιλιόμετρο και οι πάντες αιφνιδιάζονται: τρομακτική έκρηξη προκαλεί, κατά το πόρισμα, δύο «μικρούς κρατήρες διαμέτρου 1.10-1.20 μ. και βάθους 0,60 μ.».
Θύμα ουδέν. Ούτε οι προπομποί του δικτάτορα δεν είχαν φθάσει στο σημείο της έκρηξης.
Ο Παπαδόπουλος θα συνεχίσει το δρόμο προς την Αθήνα. Στις 9 θα προεδρεύσει του Υπουργικού Συμβουλίου. Εμφανίζεται ψύχραιμος. Δεν αναφέρεται στην απόπειρα.
Το γεγονός θα ανακοινωθεί στις 3 το απόγευμα από τη Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών.
Ο δράστης συλλαμβάνεται με το μαγιό του, πέφτει στα χέρια της χούντας, του Θ. Θεοφιλογιαννάκου της ΕΣΑ, αλλά και στην αμφισβήτηση των προθέσεών του από κάποιους που υποστηρίζουν πως η απόπειρα είναι σκηνοθετημένη από το ίδιο το καθεστώς με στόχο την ηρωοποίηση του Παπαδόπουλου…
Πώς περιγράφει όμως ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκείνες τις δραματικές ώρες της απόπειρας δολοφονίας του Παπαδόπουλου; «Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Να το, φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσικλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ενα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μία στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου. Τα μάτια μου, πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Αραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».
Ισως δεν είναι γραφτό να περάσει ο Παναγούλης στην Ιστορία ως εκτελεστής ενός δικτάτορα, αλλά ως ένας διαχρονικός μάρτυρας της δημοκρατίας. Αλλωστε ο ίδιος τονίζει πάντα την απέχθειά του για τις δολοφονικές ενέργειες: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο». Παρ’ όλα αυτά ο παραλίγο τυραννοκτόνος θα το ξανάκανε αν υπήρχε και πάλι ανάγκη: «Αν χρειαζόταν, θα επαναλάμβανα την απόπειρα δολοφονίας ενός δικτάτορα. Προσπάθησα να σκοτώσω τον Παπαδόπουλο γιατί πίστευα ότι με τον θάνατό του θα άλλαζε η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα», είναι οι δηλώσεις του όταν επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πάλι 13 Αυγούστου…
με πληροφορίες από elefthertypos.gr, ethnos.gr