Μήνας μνήμης είναι ο Μαϊος για όλο τον Ελληνισμό της Ανατολής (Mικρά Ασία, Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία κ.ά.) και Ανατολική Θράκη.
Σήμερα 19 Μαΐου είναι η Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων και με την οποία συμπληρώνονται 104 χρόνια από τη σφαγή και τον ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού.
Πιο συγκεκριμένα στις 19 Μαΐου 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντιακού Ελληνισμού, η οποία έγινε στο πλαίσιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών (Αγγλογάλλων, Ιταλών, Ελλήνων), που κατείχαν εδάφη της Μικράς Ασίας. Από 200.000 έως 350.000 είναι οι Ελληνoπόντιοι, που εξολοθρεύτηκαν από τους Νεότουρκους κατά την περίοδο 1916-1923, σ’ ένα σύνολο 750.000 περίπου.
Η επέτειος αυτή της 19ης Μαΐου θεωρείται ατυχώς ότι αφορά μόνον τους Ποντίους. Ομως δεν είναι ακριβώς έτσι και οφείλεται στον χαοτικό τρόπο που η προσφυγική μνήμη διεκδίκησε από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 τα όσα της χρωστούσαν. Και ακριβώς γι’ αυτό ο πρώτος νόμος για την αναγνώριση της γενοκτονίας, που θέσπισε ως Ημέρα Μνήμης τη 19η Μαΐου, περιελάμβανε τα γεγονότα που έγιναν μόνο στην περιοχή του Πόντου. Και στη συνέχεια ήρθε ο δεύτερος νόμος για τη γενο- κτονία -που θέσπισε ως Ημέρα Μνήμης τη 14η Σεπτεμβρίου- για να συμπεριλάβει το σύνολο των μικρασιατικών πληθυσμών – αφήνοντας, δυστυχώς, απέξω την περιοχή της Ανατολικής Θράκης, απ’ όπου ξεκίνησε η ενιαία γενοκτονία, τον Απρίλιο του 1914. Πάντως οι ποντιακοί φορείς κάνουν αξιοσημείωτες προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ιστορικών σελίδων.
Η ιστορία των Πόντιων και η εγκατάστασή τους σε Μακεδονία και Θράκη
Η ιστορία του Ελληνισμού στον Μικρασιατικό Πόντο έχει ως επίσημη αφετηρία την ίδρυση της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από Ίωνες ναυτικούς περίπου το 800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ..
Κατά μία άποψη, οι σύγχρονοι Πόντιοι είναι απόγονοι εκείνων των αρχαίων Ελλήνων, που έζησαν κάποτε στην περιοχή.
Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες. Στο έργο του Αποσπάσματα από την Ανατολή (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους Ποντίους, τους οποίους συνάντησε ταξιδεύοντας στον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως «Βυζαντινούς Έλληνες» και τη γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας» και τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά.
Με τον όρο Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αποκαλείται η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, κατά την περίοδο 1914-1923. Η εξόντωση αυτή διεξάχθηκε περίπου παράλληλα και κατ’ απομίμηση της αρμενικής γενοκτονίας, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Περί τις 353,000 Πόντιοι χάθηκαν, πολλοί από αυτούς κατά τη διάρκεια καταναγκαστικών πορειών στις άνυδρες εκτάσεις της Ανατολίας και της Συρίας. Έτσι οι ίδιοι οι Πόντιοι, καθώς και το ελληνικό κράτος αναφέρονται σήμερα σε γενοκτονία των Ποντίων από την Τουρκία και τιμούν την επέτειό της κάθε χρόνο, στις 19 Μαΐου. Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015. Από την άλλη πλευρά, το Τουρκικό κράτος αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα πως υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε παράπλευρες απώλειες πολέμου, στον λιμό που προέκυψε από την εισβολή των Ρώσων στη βόρεια Τουρκία και σε εμφύλιες αναταραχές.
Ανταλλαγή πληθυσμών
Το 1923 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και μέσα στη συμφωνία της συνθήκης περιλαμβάνονταν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας. Η πλειονότητα των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν τότε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ πολλοί κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ. Οι Πόντιοι που είχαν αλλαξοπιστήσει προς το Ισλάμ παρέμειναν στη Τουρκία.
Το πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων από τον Πόντο μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ακολούθησε τους λοιπούς ανταλλάξιμους από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Ελλάδα ενώ μέρος των προσφύγων κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση ή τις ΗΠΑ. Οι συνθήκες ταξιδιού και κράτησης των προσφύγων στις καραντίνες των κέντρων ελέγχου στη Μακρόνησο, τη Σαλαμίνα ή την Καραμπουρνού οδήγησε στην απώλεια αρκετών χιλιάδων ατόμων.
Η αρχική φιλοβενιζελική στάση των προσφύγων αναιρέθηκε σταδιακά, αρχικά με την προβληματική απόδοση των περιουσιών των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων κι έπειτα με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής Συνθήκης της Άγκυρας (1930), η οποία παρέδιδε οριστικά την κυριότητα των περιουσιών των Ποντίων και Μικρασιατών στο τουρκικό κράτος. Με αφορμή αυτή τη συμφωνία, ο ίδιος ο Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ ως υποψήφιο για το Νόμπελ ειρήνης. Η ελληνική μοναρχία και κόμματα της δεξιάς ωστόσο υπήρξαν οι πιο φανατικοί αντίμαχοι των προσφύγων ενώ η μεταξική δικτατορία συνέχισε τη στάση αυτή που συνδυάστηκε με την απαγόρευση του ρεμπέτικου. Από την πλευρά του, αρχικά το ΣΕΚΕ και στη συνέχεια το ΚΚΕ δεν μπόρεσε σε καμία στιγμή να αντιληφθεί την πραγματικότητα των προσφύγων. Η ιδεολογική του ορθοδοξία και μια μερική άποψη γύρω από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες των προσφύγων κι επομένως ούτε τις ανάγκες τους.
Από την επίσημη ιστοριογραφία απουσίασε οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της γενοκτονίας ή του προσφυγικού ρεύματος μέχρι το 1980, θέτοντας ακόμη κι επίσημα εμπόδια στις έρευνες με πρόφαση τη διατήρηση ομαλών σχέσεων με την Τουρκία. Η αποξένωση των προσφύγων κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φόβο του ελλαδικού πολιτικού συστήματος για την εξάπλωση του κομμουνισμού κι επηρέασε ιδιαίτερα τους Πόντιους της Σοβιετικής Ένωσης.
Η αντιμετώπισή τους από πλευράς των ντόπιων Ελλαδιτών υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Προβλήματα οικονομικής (εκ νέου η τύχη των έρημων ιδιοκτησιών των μουσουλμάνων κυρίως της Μακεδονίας και της Κρήτης), ιδεολογικής (οι συντηρητικοί και φιλοβασιλικοί έβλεπαν στους πρόσφυγες τους πιστότερους ψηφοφόρους του Ελευθέριου Βενιζέλου) και πολιτισμικής φύσης (η ξεκάθαρη διάσταση εμπειριών, γλώσσας και εθίμων) προκάλεσαν πολλά επεισόδια κατά τα οποία οι πρόσφυγες σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν θύματα ρατσιστικών και εγκληματικών ενεργειών. Πυρπολήσεις συνοικιών, δια της βίας εξώσεις από σπίτια και αποκλεισμός από τις οικονομικές δραστηριότητες χαρακτήρισαν την πρώτη δεκαετία. Ο ελλαδικός ρατσισμός συνεχίστηκε να εκφράζεται διαμέσω των περίφημων ανεκδότων γελοιοποίησης των Ποντίων.