Αν μεγάλωνα στην Αλεξανδρούπολη, σίγουρα θα ένιωθα πιο ελεύθερη. Θα τριγυρνούσα όλη μέρα χωρίς να φοβάμαι. Θα έκανα σκέιτ και ποδήλατο. Θα είχα φίλους, πολλούς φίλους. Θα ήξερα τον καθένα με το μικρό του όνομα. Θα ήμουν όλη τη μέρα στη θάλασσα, θα ψάρευα, θα έκανα windsurf.
Ίσως θα φοιτούσα στο Μουσικό Γυμνάσιο, θα έπαιζα βόλεϊ ή ποδόσφαιρο. Θα είχα φίλους μουσουλμάνους, θα μεγαλώναμε μαζί, θα τρώγαμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Οι φίλοι μου θα μου έκαναν πάρτι-έκπληξη, θα ακούγαμε μαζί μουσική, θα ονειρευόμασταν. Θα ανυπομονούσαμε να φύγουμε για σπουδές, αλλά όταν θα γινόταν αυτό, θα ράγιζαν οι καρδιές μας, γιατί θα έπρεπε να χωριστούμε.
Με κάθε ευκαιρία –στις γιορτές– θα συναντιόμασταν στα αγαπημένα μας στέκια και θα αποχαιρετιζόμασταν στα ΚΤΕΛ. Και όταν θα παίρναμε πτυχίο, θα θέλαμε να επιστρέψουμε. Ποιος ξέρει όμως αν θα το καταφέρναμε – η πόλη δεν έχει αρκετές δουλειές.
Σύμφωνα με την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ (2021), η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης –και κατ’ επέκταση η Αλεξανδρούπολη– διαθέτει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων έως 19 ετών στη χώρα. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Κρήτη και στη δεύτερη η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Με πληθυσμό 60.000 κατοίκων, η Αλεξανδρούπολη είναι μια πόλη με νεαρόκοσμο, και αυτό το διαπιστώνεις στις πλατείες, στα πάρκα, στην παραλία, στα μαγαζιά της. Διαθέτει τέσσερις πανεπιστημιακές σχολές: Ιατρικής, Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης και Επιστημών Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία. Έχει επίσης οκτώ Λύκεια, έξι Γυμνάσια και δεκατέσσερα δημόσια Δημοτικά.
«Έχουμε τα στέκια μας και περνάμε καλά»
Στο σκέιτ παρκ έχουν ξεκινήσει να μαζεύονται τα πρώτα μέλη της παρέας. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει, ο Φάρος ανάβει. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται όλο το παραλιακό μέτωπο. Τα μικρότερα παιδιά που έχουν έρθει με τους γονείς τους φεύγουν, το πάρκο γεμίζει με γυμνασιόπαιδα.
Άλλοι κάθονται και τα λένε, άλλοι έχουν πέσει με τα μούτρα στο σκέιτ. Τούμπες, προσπάθειες, γέλια. «Γκανγκ μπανγκ λαλαλα», «Και μαρούλι, και κασέρι ρι ρι ρι», τους ακούω που κοροϊδεύουν τραπ τραγούδια. Στα ηχειάκια τους παίζει Λεξ. «Δεν ακούμε τραπ, δεν μας αρέσει», λέει η Ζίνα.
«Ελληνική ραπ ακούμε. Λόγω Τιμής, Bong Da City, RNS. Ακούμε και ροκ και λαϊκά. Παντελίδη σίγουρα. Έλα πίσωωω!» λέει η Δέσποινα για τον αγαπημένο της τραγουδιστή. Όταν δεν έχουν σχολείο, είναι συνέχεια έξω, μου λένε. Τις καθημερινές δεν βγαίνουν πολύ, γιατί έχουν διαβάσματα και ιδιαίτερα. Αρκετά παιδιά φοιτούν στο Μουσικό Γυμνάσιο, τους αρέσει γιατί μαθαίνουν καινούργια πράγματα.
Παίζουν games στο σπίτι ή στα καφέ. Τα σόσιαλ μίντια είναι κομμάτι της καθημερινότητάς τους, το μέσο επικοινωνίας τους. «Έχουμε ΤikΤok, Ιnstagram, εννοείται ότι στέλνουμε στα κορίτσια κάθε μέρα. Και τα κορίτσια σε εμάς», λέει ο Μάνος. Έχουν άνεση μεταξύ τους τα παιδιά, τους βλέπω που συζητάνε ανοιχτά, δεν ντρέπονται. «Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Δεν φοβόμαστε.
Η πόλη είναι κομπλέ, περνάμε ωραία. Κυκλοφορούμε παντού, πάμε όπου θέλουμε. Εντάξει, δεν είναι και όλα τέλεια. Το μέρος είναι μικρό και υπάρχει κουτσομπολιό».
Ρωτώ την Παναγιώτα Κολώνη, ψυχολόγο με εξειδίκευση στην παιδοψυχολογία και στη συμβουλευτική εφήβων, τι διαπιστώνει από την εμπειρία της για τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά στην πόλη. Μου λέει πως τους εφήβους τούς απασχολεί, όπως παντού, η εικόνα τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγχρόνως τους αγχώνει, γιατί συγκρίνουν τους εαυτούς τους με εκείνους που έχουν περισσότερα likes.
Παρατηρεί επίσης ότι λόγω καιρού, ειδικά τον χειμώνα, μένουν πολλές ώρες στο σπίτι κι έτσι επηρεάζονται περισσότερο από τυχόν εντάσεις που προκύπτουν στην οικογένεια. Από την άλλη, τα παιδιά δεν δέχονται πίεση από τους γονείς όταν κυκλοφορούν μόνα τους στην πόλη, γιατί ο τόπος είναι μικρός και δεν ανησυχούν.
Μπορείς να πας παντού με τα πόδια και αυτό ευνοεί τις κοινωνικές σχέσεις και την ομαλή ανάπτυξη της κοινωνικής ευφυΐας. Υπάρχει ωστόσο αβεβαιότητα για το μέλλον, γι’ αυτό, όπως εξηγεί, πολλοί νέοι επιλέγουν σπουδές με σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση, όπως οι στρατιωτικές σχολές. Τα παιδιά με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα δυσκολεύονται αρκετά.
Στο πάρκο Ανεξαρτησίας, που αποτελεί σημείο συνάντησης για τους νέους της πόλης, είναι ωραία και ήρεμα. Τα πιτσιρίκια παίζουν μπάλα, οι ηλικιωμένοι κάθονται στα παγκάκια και παρατηρούν στωικά.
«Είμαι γκέι και πάλεψα πολύ για να νιώσω ελεύθερος και να ανοιχτώ», λέει ο Τριαντάφυλλος, που μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη και τώρα έχει φύγει για σπουδές. «Ένιωθα ότι η κοινωνία δεν με αποδέχεται και για χρόνια κλεινόμουν στον εαυτό μου. Με βοήθησε πολύ που πήγα στη Θεσσαλονίκη».
Η Αναστασία σπουδάζει παιδαγωγικά και δραστηριοποιείται στο αυτοδιαχειριζόμενο πολιτιστικό κέντρο Αναγνωστήριο. «Κατακρίνεται η διαφορετικότητα εδώ και αυτό δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσει επίσης που υπάρχει έντονη η παρουσία της αστυνομίας και του στρατού. Κατά τα άλλα, είναι μια ευχάριστη πόλη. Το καλοκαίρι ειδικά έχει πολύ κόσμο. Κάνουν στάση τουρίστες που πάνε απέναντι, στη Σαμοθράκη.
Έρχονται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Τις γιορτές η πόλη γεμίζει, γιατί επιστρέφουν τα παιδιά που σπουδάζουν αλλού. Δεν είναι εύκολο να είσαι εναλλακτικός και να εκφράζεσαι, αλλά έχουμε φτιάξει τον κύκλο μας. Έχουμε τα στέκια μας και περνάμε καλά.
Πολιτικοί έρχονται συνέχεια για επίσκεψη, αλλά δεν νιώθουμε ότι υπάρχει ουσιαστική στήριξη». Και οι δύο, όταν τελειώσουν τις σπουδές τους, σκέφτονται να φύγουν γιατί η επαγγελματική αποκατάσταση είναι δύσκολη.
Υπάρχουν και πιο τυχεροί. Η Μακρίνα Τσαγιαννίδου, αφού σπούδασε Ιστορία και Εθνολογία στην Κομοτηνή, βρήκε αμέσως δουλειά στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης.
Μιλάει τουρκικά και αγγλικά απταίστως. Της αρέσει η πόλη της, γιατί δεν υπάρχει εγκληματικότητα, τα παιδιά βγαίνουν, παίζουν, τριγυρνάνε και οι γονείς δεν φοβούνται. «Είμαι 27 χρονών και ζω μόνιμα εδώ. Περνάω πολύ καλά. Είχα σκεφτεί να φύγω, αλλά βρήκα εύκολα μια δουλειά που μου αρέσει.
Ένας άνθρωπος που είναι του έξω ίσως απογοητευτεί. Τον χειμώνα η Αλεξανδρούπολη είναι λίγο πόλη-φάντασμα, αλλά εμένα δεν με πειράζει. Κατεβαίνω συχνά στην Αθήνα για αλλαγή παραστάσεων, να δω θέατρο, να πάω για φαγητό, αλλά και εδώ υπάρχουν αρκετές δημιουργικές διέξοδοι».
Πράγματι, η Αλεξανδρούπολη συγκεντρώνει ενδιαφέρουσες επιλογές για παιδιά και ενήλικες: εργαστήρια ζωγραφικής και κεραμικής, χορό, ωδεία, αυτοσχεδιαστικό θέατρο, πολλά αθλήματα, πολεμικές τέχνες. «Εντάξει, μπορεί να μην έχουμε κέρλινγκ», λέει η Μακρίνα γελώντας.
«Είναι πιο εύκολο όμως να δοκιμάσεις καινούργια πράγματα στην Αλεξανδρούπολη, γιατί οι αποστάσεις είναι μικρές. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην επαρχία, γιατί μας έχει φάει η αστυφιλία και ερημώνουν τα χωριά μας».
Όλοι έξω, όλοι μαζί
Τα βράδια τα μαγαζιά γεμίζουν κόσμο. Τα στέκια είναι χωρισμένα ανάλογα με τις ηλικίες. Στο Χυμείο δεν πέφτει καρφίτσα. Όποιον και να ρωτήσεις, θα σου πει ότι εδώ μαζεύονται οι φοιτητές. Το μαγαζί άνοιξε πριν από οκτώ χρόνια ο Αλέξανδρος Χαλκιάς.
«Έχω τελειώσει μηχανολόγος, αλλά ασχολήθηκα με την εστίαση. Η πόλη έχει πολλούς δημοσίους υπαλλήλους, οι νέοι από την άλλη αναζητούν φουλ τη διασκέδαση, για να εκτονωθούν». Κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι η Αλεξανδρούπολη. Σε τρεις ώρες μπορείς να πεταχτείς στη Θεσσαλονίκη, σε τρεισήμισι στην Κωνσταντινούπολη, σε τεσσερισήμισι είσαι στη Σόφια.
«Με τους γειτονικούς λαούς δεν υπάρχουν εντάσεις. Οι άνθρωποι που ζούμε στα σύνορα δεν έχουμε διαμάχες», λέει ο Χρήστος. «Μας συνδέει κοινή καθημερινότητα, συνυπάρχουμε και βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Πηγαίνουμε για καφέ στην Αδριανούπολη, έρχονται εκείνοι σε εμάς».
Στο μπαρ κάθεται η Φωτεινή με την παρέα της. Είναι 19 χρονών, φοιτήτρια Μοριακής Βιολογίας. Θεωρεί αδύνατο να παραμείνει στην Αλεξανδρούπολη μετά τις σπουδές της, γιατί δεν υπάρχει επαγγελματική αποκατάσταση. «Είναι πόλη, αλλά είναι και χωριό.
Όλοι γνωρίζονται με όλους, αλλά δεν τους βλέπεις και συνέχεια. Είναι ωραίο μέρος για να ζουν οικογένειες. Μεγαλώσαμε σε παρέες μεικτές με μουσουλμάνους, δεν διαχωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Χρησιμοποιούμε φράσεις τους και εκείνοι δικές μας, καταλαβαινόμαστε», λέει.
Σε ένα από τα τραπέζια, μια παρέα φοιτητών πίνει μπίρες και διασκεδάζει. Είναι φίλοι από μικρή ηλικία, αλλά πλέον σπουδάζουν σε διαφορετικές πόλεις. Ήρθαν στην Αλεξανδρούπολη με αφορμή τις δημοτικές εκλογές και βρέθηκαν για να πουν τα νέα τους.
Η παρέα τους έχει διασκορπιστεί στη Θεσσαλονίκη, στην Κομοτηνή, στην Άρτα. «Θέλω πολύ να επιστρέψω απευθείας μετά τις σπουδές, αλλά ξέρω ότι για να αποκτήσω εμπειρία, θα πρέπει να ζήσω κάποια χρόνια εκτός. Αν κάνω ποτέ οικογένεια, θέλω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν εδώ, όπως εγώ».
– Νιώθετε ότι είστε ακρίτες;
Γελάνε. Τους φαίνεται περίεργη η λέξη.
– Λόγω συνόρων το λες αυτό;
– Όχι, κοιμόμαστε με τις πόρτες ανοιχτές.
– Αισθάνομαι ότι ζω σε ακριτικό μέρος μόνο όταν συναντώ ανθρώπους που λένε: «Έκανα φαντάρος παραμεθόριο, στην Αλεξανδρούπολη».
– Νιώσαμε όμως ακρίτες το καλοκαίρι με τις φωτιές. Που δεν είχαμε καμία βοήθεια.
– Ήταν σαν πόλεμος αυτό που ζήσαμε.
– Δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα για δύο εβδομάδες.
– Τα μέρη όπου πηγαίναμε μικροί δεν υπάρχουν πια.
Την τελευταία μου μέρα στην Αλεξανδρούπολη βγήκα να περπατήσω στην παραλία. Ο καιρός είχε χαλάσει, έβρεχε, ήταν μουντά και είχε κρύο. Έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή και μια αίσθηση χειμώνα πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Μια παρέα τεσσάρων παιδιών γύρω στα δώδεκα προσγειώθηκαν από το πουθενά στην παραλία. Ήρθαν με τα ποδήλατά τους.
Αφού τα παράτησαν στην άκρη, ο ένας με γρήγορες κινήσεις άρχισε να φτιάχνει ένα αυτοσχέδιο καλάμι. Ο δεύτερος τον βοηθούσε και οι άλλοι δύο πέταγαν πέτρες. Έκαναν διαγωνισμό. «Έλα να δεις, έπιασα ένα ψαράκι», φώναξε γεμάτος ενθουσιασμό ο μικρός ψαράς. Οι άλλοι δύο ήρθαν τρέχοντας. Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο κύμα τούς έβρεξε τα παπούτσια. Δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλου, δεν τους ένοιαζε.
Έβγαλαν τα αθλητικά και τις κάλτσες τους και κάθισαν εκεί να περιεργάζονται το ψαράκι. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Τα παιδιά που μεγαλώνουν στην Αλεξανδρούπολη μαθαίνουν από νωρίς να μη φοβούνται να βρέξουν τα παπούτσια τους.