Όπως γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι το κύριο γνώρισμα των Αποκριών είναι οι μεταμφιέσεις! Ωστόσο, αυτο που ίσως δεν γνωρίζουν κάποιοι είναι ότι τα έθιμα των μεταμφιεσμένων διαφέρουν από τόπο σε τόπο… Πως γιορτάζουν λοιπόν σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη την έναρξη της Σαρακοστής;
Τα περισσότερα από τα έθιμα που αναβιώνουν την Καθαρά Δευτέρα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης,έχουν τις ρίζες τους στη διονυσιακή λατρεία.
Στην Καβάλα προσπαθούν “να πιάσουνε το φίδι”
Στην περιοχή της Καβάλας προπολεμικά, υπήρχε την περίοδο της αποκριάς μια περιπαικτική διάθεση των μεγαλύτερων προς τους νέους να βγουν να διασκεδάσουν, να φλερτάρουν, να ερωτευτούν ή όπως αλλιώς καθιερώθηκε να λέγεται «να πιάσουνε το φίδι», δίνοντας στην έκφραση αυτή μια πονηρή διάσταση που όμως δεν ενοχλούσε ούτε σόκαρε, το αντίθετο μάλιστα, αφού η περίοδος της Αποκριάς επέβαλε τέτοιες συμπεριφορές.
Ωστόσο, η έκφραση «να πιάσουμε το φίδι» διατηρήοθηκε μέσα στα χρόνια θυμίζοντας στους νεότερους τις λαϊκές παραδόσεις μιας περασμένης εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο ο δήμος Καβάλας καλεί όλους τους πολίτες να «πιάσουνε το φίδι» στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει για να εορταστεί η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και η Καθαρά Δευτέρα.
Εκείνα τα χρόνια οι Καβαλιώτες ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν στην Καλαμίτσα (μια παραθαλάσσια συνοικία της πόλης που ήταν γεμάτη από κήπους και πηγές με τρεχούμενο νερό) για να «πιάσουνε το φίδι» παίρνοντας μαζί τους σαρακοστιανά φαγητά, ταραμά, κρεμμυδάκια, ελιές, νερόβραστα φασόλια σαλάτα, θαλασσινά, χαλβά και φυσικά λαγάνα. Την τιμητική του είχε το τσίπουρο.
Παρέες – παρέες, στρώνανε κάτω τις κουρελούδες και το κέφι άναβε. Φαγητό, τραγούδι, χορός, πειράγματα. Αγαπημένο παιχνίδι της ημέρας ήταν η χάσκα. Σε μια κλωστή έδεναν ένα κομμάτι χαλβά. Η μάνα του παιχνιδιού το κουνούσε πέρα – δώθε και οι παίχτες προσπαθούσαν να χάψουν το χαλβά.
Τα παιδιά όλη την προηγούμενη εβδομάδα ετοίμαζαν τον χαρταετό τους. Χρησιμοποιούσαν μια γλώσσα συνθηματική που γέμιζε τον αέρα: «Αμόλα Καλούμπα, βάστα κεφάλι, μάζωξε την κοιλιά κάνε τράκα πιάσε ήλιο». «Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με χαρταετό», αναφέρει ο μεγάλος λαογράφος Δημ. Λουκάτος, «δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένοιωσε την αντίσταση της καλούμπας, δεν κατάλαβε τη δύναμη του αέρα. Όποιος δε φώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού, που βλέπει να κινδυνεύει στο μετεωρισμά του ο αετός, δεν ένοιωσε τη χαρά, του να τα βγάζει πέρα μόνος του με τη φύση».
Το κάψιμο του Τζάρου στη γέφυρα του Κόσυνθου
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου.
Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν σε κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν στο κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα, για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους.
Το έθιμο της Καμήλας στη Σταυρούπολη
Στην κεντρική πλατεία του οικισμού της Σταυρούπολης, στα ορεινά του δήμου Ξάνθης την Καθαρά Δευτέρα οι κάτοικοί της, μαζί με τους επισκέπτες, μεταμφιεσμένοι και κάνοντας διάφορους ήχους συμμετέχουν σε μια παρέλαση χρωμάτων και χαράς, με οδηγό ένα ομοίωμα καμήλας κι έναν ενήλικο να παριστάνει τον καμηλιέρη Άραβα.
Το έθιμο της Καμήλας αρχικά είχε παγανιστικό χαρακτήρα, τελούνταν και συμβόλιζε τη δέηση των κατοίκων για τη γονιμότητα της γης, αφού η χρονική στιγμή συνέπιπτε με τον ερχομό της άνοιξης και την έναρξη των αγροτικών εργασιών. Αργότερα σε συνδυασμό με την ορθόδοξη πίστη και θρησκεία που θέτει την ημέρα αυτή ως την αρχή της Σαρακοστής, άλλαξε χαρακτήρα και συμβολίζει πια στο νου των κατοίκων το τέλος των εορτών του καρναβαλιού και την αρχή.
Το έθιμο του «Μπέη» στο Διδυμότειχο
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρχαν πολλοί Τούρκοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν μεγάλες περιουσίες και οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Μπέηδες». Ο Μπέης εκείνη την εποχή ζούσε όπως ένας Αγάς. Είχε πάντα στο σπίτι του, την καλύτερη κοπέλα του χωριού, το γιατρό του, τη νοσοκόμα, τους σωματοφύλακές του και κάποιον έμπιστο δικαστικό για να τιμωρεί τους παραβάτες. Οι συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολύ δύσκολες και για να επιβιώσει κανείς, πήγαινε και δούλευε στις δουλειές του Μπέη για ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αντιδρούσαν σ’ όλη αυτή την εκμετάλλευση οπότε και ξεσηκώθηκαν να διαμαρτυρηθούν να σταματήσει αυτό το καθεστώς που επικρατούσε, πράγμα που το κατάφεραν. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ελεύθερα. Μετά από προσπάθειες τους επέτρεπαν να συγκεντρώνονται την Αποκριά, να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα προβλήματά τους.
Σιγά-σιγά μπορούσαν να σατιρίζουν τους Τούρκους και να τους πειράζουν, μόνο εκείνη τη μέρα. Το έθιμο συνεχίστηκε, και μετά την απελευθέρωση γινόταν σαν γιορτή για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση των Τούρκων. Κράτησε, και με τα χρόνια αύξησε το σατιρικό και περιπαικτικό χαρακτήρα του. Το έθιμο του «Μπέη», περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άντρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Φυσικά δεν είναι μόνος του, έχει και τη συνοδεία του. Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί. Το ντύσιμο σχεδόν όλων των προσώπων βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό.
Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες και μαζί με το προσωπικό του Μπέη πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.
Ο Καλόγερος στο Καλαμπάκι Δράμας
Την Καθαρά Δευτέρα στη Δράμα αναβιώνει ένα από τα πιο σημαντικά δρώμενα του ελληνικού ιστορικού χώρου, πουοι ντόπιοι ονομάζουν «Καλόγερο». Οι ρίζες του ανάγονται σε πανάρχαιες τελετές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν από τις ανώτερες δυνάμεις να επενεργήσουν στη βλάστηση και να γονιμοποιήσουν τη γη. Στις μέρες μας, το έθιμο υπενθυμίζει και υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση.
Ο Καλόγερος φορά δέρματα ζώων και μεταμφιέζεται σε ζώο ενώ στη μέση έχει δεμένα κουδούνια, ένα εκ των οποίων είναι σύμβολο γονιμότητας και επισκέπτεται μαζί με άλλους μεταμφιεσμένους όλα τα σπίτια του χωριού. Μετά τις επισκέψεις, ο «Καλόγερος» συνεχίζει με το μιμητικό όργωμα και τη σπορά των χωραφιών του χωριού, ενώ το αποκριάτικο δρώμενο ολοκληρώνεται με τον εικονικό θάνατο και την ανάστασή του.