Αμέτρητες οι ευχές που αντάλλαξαν οι Ίωνες μεταξύ τους, αμέτρητες κι οι ευχές που έλαβαν και έστειλαν, με κάρτες όμορφα φτιαγμένες, σε συγγενείς και φίλους που έμεναν στις άλλες πόλεις της Μικρασίας, της κυρίως Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης.
Ευχές ειπωμένες ή σταλμένες, στα ελληνικά, στ’ αρμένικα, αλλά και στα φράγκικα, στα εγγλέζικα, και σε τόσες άλλες γλώσσες ευρωπαϊκές, μαζί με την ελπίδα, πως το 1922 θ’ ανατείλει μια χρονιά που θα φέρει υγεία, ευτυχία, ευδαιμονία, ευημερία.
Οι μητέρες με τα παιδιά, από μέρες σουλατσάριζαν στου Ξενόπουλου, στου Μπον Μαρσέ, και σε τόσα άλλα καταστήματα στολισμένα για τις γιορτές, και βγαίνοντας κρατούσαν όμορφα τυλιγμένα πακέτα με πολύχρωμες κορδέλες, που περιείχαν πρωτοχρονιάτικα δώρα για όλη την οικογένεια.
Οι δρόμοι της Σμύρνης, για τελευταία φορά αντήχησαν με τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα που έλεγαν οι χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Άνοιξαν οι πόρτες των σπιτιών για να τα υποδεχτούν και να τα κεράσουν, κι αυτά, αλλά και τόσους άλλους μουσαφιραίους που πέρασαν για να ευχηθούν.
Η νοικοκυρά κρατούσε μια άσπρη πετσέτα ανοιχτή, όταν ο παπάς σήκωσε ψηλά τον άρτο και είπε μεγαλόφωνα: “Μέγα το όνομα…”, κι η οικοδέσποινα συμπλήρωσε: “Της Αγίας Τριάδος”.
Έπειτα ο παπάς ευχήθηκε: “Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου”, κι έκοψε τον άρτο με μερίδες, ως ευλογία για τους εορτάζοντες.
Ολοστόλιστες και οι δεκαέξι ορθόδοξες εκκλησιές της πόλης, στις 31 Δεκεμβρίου του 1921, περίμεναν τον ερχομό του Αγίου Βασιλείου, με την επιβλητική Αγία Φωτεινή να αστράφτει ντυμένη στα γιορτινά της.
Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, παρότι ασυνήθιστα σκεπτικός εκείνη τη βραδιά, ήταν από νωρίς έτοιμος στον θρόνο του, φορώντας τα χρυσά του άμφια, θυμίζοντας την αίγλη των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Το βαυαρικό ρολόι του πανύψηλου καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής χτύπησε 12, κι αμέσως οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης, αλλά και αυτές των περιχώρων αρχίσαν να χτυπάνε χαρμόσυνα.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά μετά το πλούσιο γεύμα στο διακοσμημένο με κεριά τραπέζι, ο παππούς πήρε την πιατέλα με τα αετουδάκια-σύμβολα της βυζαντινής προέλευσης της οικογένειας, και ευχήθηκε:
Ευτυχές τον νέον έτος 1922! Όπως τον αετό, έτσι όμορφα και περήφανα να να πετάει κι η φαμελιά μας!
Τότε όλα τα μέλη της οικογένειας ένα ένα πέρασαν, του φίλησαν το χέρι με σεβασμό, για να πάρουν την ευχή του μαζί με ένα αετουδάκι, κι έπειτα έκοψαν την βασιλόπιτα και κάποιος βρήκε το φλουρί. Θα ήταν η τυχερή του χρονιά το 1922!
Στον Μπουρνόβα με το που ξύπνησαν την Πρωτοχρονιά, είδαν χιόνι στο βουνό, κι η χαρά τους δεν περιγράφονταν. Αυτό σήμαινε πως το 1922 θα ήταν μία ευτυχισμένη χρονιά!
Στην Κρήνη (Τσεσμέ), έσφαξαν έναν διάνο στο κατώφλι της πόρτας, για να πάει καλά η χρονιά, κι άφησαν τη νύχτα στο τραπέζι το κομμάτι του Άι Βασίλη, να κατέβει να το πάρει, και να πιει νερό να ξεδιψάσει.
Στη Βιθυνία, την παραμονή, το κάρφωσε το κλαδάκι της ελιάς στη βασιλόπιτα και την ακούμπησε όρθια στον τοίχο. Κι όλα τα μέλη της οικογένειας κρέμασαν τα χρυσά τους κοσμήματα πάνω στο κλαδάκι για γούρι.
Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) όλα τα δέοντα τα έκαναν οι νοικοκυρές για να αποτρέψουν τη γλωσσοφαγιά και τη ζήλια:
και τον τσιμπιστό σταυρό στη βασιλόπιτα έφτιαξαν με το πιρούνι, και τα διάφορα στολίδια με το κλειδί, και το φλουρί εξαγόρασε για να μην έρθει γρουσουζιά στο σπιτικό.
Όλα σωστά τα έκαναν και την Πρωτοχρονιά του 1922, όπως και κάθε χρόνο. Τίποτα δεν αμέλησαν!
Και την πίτα σταύρωσαν τρεις φορές με το μαχαίρι, και τα κομμάτια τα μελέτησαν σωστά, και τη σφραγίδα με το δικέφαλο πίεσαν να βγει ολόκληρο το αποτύπωμα, και τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης ανανέωσαν στο εικονοστάσι.
Όμως το μάτι κι η γλωσσοφαγιά που τόσο φοβούνταν οι Ίωνες, αυτή τη χρονιά στάθηκε πιο δυνατό από κάθε έθιμο και κάθε ξόρκι, κι η κατάρα του ελληνισμού, εκείνη τη χρονιά παραφύλαγε κρυμμένη και περίμενε!
Ο Ηλίας Βενέζης θυμάται:
Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησίαζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία.
Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων.
Από εκείνη την τραγική χρονιά, οι Μικρασιάτες άρχισαν να μετρούν τα χρόνια με δυο αφετηρίες:
με τη Γέννηση του Χριστού, και με τη χρονιά της καταστροφής, που αφάνισε τους περισσότερους και ξερίζωσε τους υπόλοιπους από πατρογονικές εστίες 30 και πλέον αιώνων.
Σε ορισμένες περιοχές δε, την μέρα της Πρωτοχρονιάς κόβονται δύο πίτες. Μία γι’ αυτούς που έζησαν και μία γι’ αυτούς που “έφυγαν” τόσο άδικα.
Πηγή:mnimesellinismou.com