Γράφει ο Κωνσταντίνος – Τιμολέων Τόλιας
Αμυντικός Αναλυτής ΘΠΕ
Μια από τις πλέον παραμελημένες πτυχές σε ό,τι έχει να κάνει με την μελέτη των αμυντικών θεμάτων από πλευράς του ειδικού Τύπου, έχει να κάνει με την αξία και τον ρόλο των οχυρωματικών έργων στο σύγχρονο πεδίο της μάχης. Στάση εν μέρει αιτιολογημένη, καθώς στη σύγχρονη βιβλιογραφία απουσιάζουν σχετικές αναφορές, που θα καθιστούσαν ευκολότερη την μελέτη και ανάλυση.
Η αλήθεια είναι επίσης πως με την πάροδο των δεκαετιών η τέχνη της οχυρωματικής παραμελήθηκε. Οι λόγοι έχουν να κάνουν με την πρόοδο της στρατιωτικής τεχνολογίας και της ίδιας της πολεμικής διαδικασίας που, σύμφωνα με την γνώμη των περισσότερων θεωρητικών, καθιστούσαν την εμμονή στην οχύρωση του εδάφους αναχρονιστική, ίσως δε και επικίνδυνη.
Άποψη μας είναι πως ασφαλώς και η οχύρωση του εδάφους έχει θέση στο πεδίο επιχειρήσεων του αύριο με την προϋπόθεση να αυτή να λάβει σύγχρονη μορφή. Τι εννοούμε με τον τελευταίο;
Τι γίνεται στο Αιγαίο
Καταρχήν πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική της οχυρωματικής γραμμής, με την στενή έννοια του όρου, όπου θα επιδιωχθεί η αναχαίτιση του εχθρού. Η οχύρωση οφείλει να εγκαταλείψει τον γραμμικό της χαρακτήρα και να λάβει “σπογγοειδή” και “κυψελοειδή μορφή”, ήτοι διάταξη σε βάθος.
Αρχίζοντας από την οχύρωση που πρέπει να δομηθεί σε κάθε νησί του Αιγαίου, ας κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις:
-Το μέγεθος του νησιού παίζει τον κύριο ρόλο στην μορφή της άμυνας. Για να μην μακρυγορούμε , όσο μικρότερο είναι το μέγεθος προς προστασία νησιού, τόσο η άμυνα του θα είναι στατικότερη και άρα η επένδυση στην οχύρωση και γενικά οργάνωση του εδάφους μεγαλύτερη. Και αυτό γιατί σε μικρό χώρο, απουσιάζουν οι προϋποθέσεις διεξαγωγής άμυνας κινητικής μορφής, οπότε η λογική του «βράχου» (κατά αντιστοιχία με το Γιβραλτάρ) επικρατεί στην σκέψη των αμυνόμενων.
-Παρά τη γενική περί του αντιθέτου άποψη, η άμυνα επί της ακτής έχει νόημα στο σύγχρονο πεδίο της μάχης. Και μόνο η καθυστέρηση και η φθορά την οποία θα υποστεί ο αντίπαλος στην προσπάθεια του καταβάλλει μια οχυρωμένη ακτή ενισχύουν την άποψη όσων προτείνουν αυτήν την μορφή άμυνας. Βέβαια στο ιδιαίτερο από κοινωνικής, οικονομικής κ.α περιβάλλον του Αιγαίου δεν είναι εύκολη η οχύρωση των ακτών σε επίπεδα “Τείχους του Ατλαντικού”, καθώς κάτι τέτοιο θα στραγγάλιζε την οικονομική ζωή των νήσων, που σε μεγάλο βαθμό ζούνε από τον τουρισμό. Παρ’ όλα αυτά μια κάποια μορφής οχύρωση, τουλάχιστον στις σημαντικότερες από αυτές, πρέπει να υφίσταται.
-Ακόμα και στην ιδανική από στρατιωτικής άποψης περίπτωση όπου ήταν εφικτή η βαριά οχύρωση των ακτών, λόγω της αυξημένης ακρίβειας και καταστρεπτικότητας των εχθρικών οπλικών συστημάτων η πτώση των έργων πρώτης γραμμής πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα πρέπει οι μονάδες που αμύνονται εκεί να έχουν εξακριβώσει και εκπαιδευτεί στους τρόπους και στις οδούς απαγκιστρώσεως τους.Προς αυτού πρέπει να κατασκευαστούν από το μηχανικό ήδη από τον καιρό της ειρήνης, πέραν των υπέργειων έργων άμυνας(πολυβολείων, ολμοβολείων, θέσεων Α/Τ ΚΒ) υπόγειες οχυρώσεις και σήραγγες που θα επιτρέψουν την απαγκίστρωση των σταθμευμένων δυνάμεων επί της ακτής σε ασφαλή απόσταση προς την ενδοχώρα.
-Ως άμυνας επί της ακτής δεν λογίζεται μόνο η προβολή αντίστασης μόνο στο σημείο που εφάπτονται το υγρό και το χερσαίο στοιχείο αλλά ο όρος αυτός επεκτείνεται για να υποδηλώσει και την σε βάθος 1-3 χιλιομέτρων ακτή προς την κατεύθυνση του εσωτερικού της νήσου. Ο αμυνόμενος οφείλει να έχει εξασφαλίσει τις οδούς προς την ενδοχώρα της νήσου με πληθώρα αμυντικών έργων εκστρατείας(σημεία στήριξης, περίκλειστα σημεία άμυνας, πολυβολεία, θέσεις Α/Τ ΚΒ και ΠΑΟ, πύργους αποσυρμένων αρμάτων πακτωμένων στο έδαφος) συνδεόμενων μεταξύ τους που θα εξασφαλίζουν ολόπλευρη άμυνα, ικανότητα αντιμετώπισης αεροπορικής προσβολής και επικαθήσεως αεραγημάτων και θα συνιστούν “νησίδες” άμυνας, υποδοχής υποχωρούντων στρατευμάτων, ανασυγκροτήσεως τους και επαναπιστοποίησης της ικανότητας τους για αντεπίθεση και συνέχιση του αγώνα.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ικανότητα Α/Α άμυνας καθώς η εχθρική αεροπορία, με τα μέσα αναγνώρισης και προσβολής στόχων εδάφους που διαθέτει αποτελεί την κύρια μορφή απειλής για το προτεινόμενο σύστημα οχύρωσης.
Το μηχανικό θα πρέπει να συντηρήσει και να επεκτείνει το υπάρχον δίκτυο υπόγειων οχυρώσεων σε σημείο που αυτές να είναι δυνατόν να δέχονται όχι απλά τμήματα πεζικού αλλά και βαρύτερα μέσα όπως άρματα μάχης, ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ/, Α/Κ και Ρ/Κ πυροβόλα. Εννοείται πως τα παραπάνω έργα εκστρατείας πρέπει να είναι πολύ καλά παραλλαγμένα και σε λελογισμένη διασπορά μεταξύ τους και να φυλάσσονται διακριτικά επί 24ώρου βάσεως ώστε να αποφεύγεται ο εντοπισμός τους από μια ύπαιθρο που έχει κατακλυστεί από κατασκόπους του εχθρού,λαθρομετανάστες και “κοινωνικούς αγωνιστές”. Ιδιαίτερα σημαντική για το πυροβολικό είναι η κατασκευή σκεπάστρων όπου θα μπορούν τα πυροβόλα να καταφεύγουν ύστερα από αριθμό βολών προς αποφυγή των πυρών αντιπυροβολικού του αντιπάλου.
Περιβάλλον του Έβρου
Όσον αφορά τον Έβρο τώρα, εδώ τα δεδομένα είναι διαφορετικά και επιβάλλουν άλλης μορφής προσέγγιση.
Καταρχήν πρέπει να γίνει σαφές πως η Ελληνική πλευρά, ως η μειονεκτούσα αριθμητικά, οφείλει να δώσει έμφαση στην οχύρωση και την οργάνωση του εδάφους για έναν απλό πρακτικό λόγο: διότι έτσι εξασφαλίζεται η οικονομία δυνάμεων που είναι απαραίτητη για την τήρηση δυνάμεων σε καθεστώς τακτικής-επιχειρησιακής εφεδρείας, που θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση της συνοχής του πατρίου εδάφους σε περίπτωση διάσπασης της αμυντικής γραμμής του πρόσω.
Δίχως να θέλουμε να επεκταθούμε περισσότερο θα λέγαμε πως προτείνουμε λοιπόν(κάπως ασαφώς και με έναν γενικής φύσεως προσανατολισμό) τον διαχωρισμό των ελληνικών μονάδων σε “μονάδες κινητής άμυνας” και “μονάδες εδαφικής άμυνας”.
Οι πρώτες, αποτελούμενες από τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες και σχηματισμούς, ταγμένες πίσω από τις δεύτερες, θα έχουν αποστολή την διεξαγωγή πολέμου ελιγμών σε άμυνα και επίθεση, αποτελώντας κατα βάση δυνάμεις αποκαταστάσεως της συνοχής του πατρίου εδάφους και διεξαγωγής αντεπιθέσεων σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Οι δεύτερες, δρώντας επί της πρώτης γραμμής, θα έχουν σαν αποστολή την απορρόφηση της ορμής της εχθρικής επίθεσης, δίνοντας έτσι στις πρώτες την δυνατότητα , μη εμπλεκόμενες πρόωρα στον αγώνα στη φάση της εχθρικής επίθεσης, να διατηρήσουν δυνάμεις ώστε να αποτελέσουν αν όλα πάνε καλά κύρια δύναμη αντεπίθεσης κατά εχθρικών δυνάμεων και εχθρικού εδάφους.
Η οργάνωση των δεύτερων θα περιλαμβάνει τόσο πεζοπόρα τμήματα, με δυσανάλογα μεγάλη δύναμη πυρός (Α/Τ όπλα και όπλα υποστηρίξεως) δρώντας από οχυρωμένες και οργανωμένες θέσεις, όσο και ευκίνητα τμήματα από ελαφρά οχήματα με ικανότητα κίνησης επί παντοδαπούς εδάφους αναλόγως εξοπλισμένα. Το μοντέλο και το σχήμα της οχύρωσης και οργάνωσης του εδάφους δεν θα βασίζεται σε μια “γραμμικής φύσεως” οχύρωση, αλλά σε ένα μοντέλο “σπογγοειδούς” και “κυψελοειδούς” άμυνας σε βάθος, με τα οχυρωματικά έργα να αποτελούν τόσο μέσα εκπομπής πυρός(ισχύουν και εδώ όσα αναφέρθησαν για το θέατρο του Αιγαίου) όσα και-κυρίως-μέσα απόκρυψης, προστασίας ΚΑΙ ελιγμού(μέσω π.χ υπογείων σηράγγων και κεκαλυμένων θύρων εξόδου στην επιφάνεια) των αμυνομένων που θα έχει σε καθαρά τακτικό επίπεδο στόχο, τον εφελκυσμό του αντιπάλου σε ένα “Δίχτυ Καταστροφής” και την καταστροφή του με συνδυασμό συνδυασμένων και ολόπλευρων πυρών και τοπικών(με την εξαιρετικά στενή έννοια του όρου) αντεπιθέσεων.
Αυτές οι μονάδες,δρώντας από κοινού με τις μονάδες και υπομονάδες εθνοφυλακής(που είναι δύναμη προβολής στατικής άμυνας), θα αποτελέσουν το έτερο μέλος της προτεινόμενης μορφής άμυνας συνδυαζόμενες με τις άλλες σε μία λογική “μίξης” δύο φαινομενικά ανταγωνιστικών ειδών άμυνας. Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι πως η δημιουργία των συνταγμάτων προκαλύψεως, όπως τιτλοφορούνται οι προς πρόταση μονάδες, δεν θα απαιτήσει τη δημιουργία νέων μονάδων. Αυτές υπάρχουν ήδη και δεν είναι άλλες από τα υφιστάμενα τάγματα προκαλύψεως. Εκείνο που τίθεται προς συζήτηση είναι το θέμα της διοικητικής τους υπαγωγής καθώς και κάποιες αλλαγές σε οργανωτικό επίπεδο μαζί με κάποιες προσθήκες σε οπλισμό και εξοπλισμό.
Συμπερασματικά η οχύρωση του εδάφους, εξακολουθεί να έχει την σημασία της και καλό θα ήταν η υποστήριξη της να μην αντιμετωπίζεται ως δογματική ακαμψία και αρτηριοσκληρωτική άποψη.