Εκ πρώτης όψεως, όπως συμβαίνει με τόσα άλλα στις ελληνοαμερικανικές σπουδές, τίποτα ουσιαστικό δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί για τους Ελληνες φωτογράφους των στούντιο. Ωστόσο, ουσιαστικά από την άφιξη των Ελλήνων περιπλανητών στις αμερικανικές ακτές υπήρξαν Ελληνοαμερικανοί φωτογράφοι έτοιμοι, πρόθυμοι και ικανοί να καταγράψουν την άφιξή τους.
Αν αφιερώσετε χρόνο και πάτε πίσω και κοιτάξετε προσεκτικά τις φωτογραφίες των παππούδων σας ή ακόμη και των προπαππούδων σας, το πιθανότερο είναι ότι θα δείτε τυπωμένο το όνομα και τη διεύθυνση του φωτογράφου που τράβηξε μερικές από τις πρώτες εικόνες των προγόνων σας σε αυτή τη χώρα.
Καμία δημοσιευμένη αναφορά που να γνωρίζω δεν προσφέρει έστω και ένα περίγραμμα των Ελλήνων μεταναστών επαγγελματιών φωτογράφων των στούντιο που εργάζονταν στη Βόρεια Αμερική από τη δεκαετία του 1880 και μετά. Δεδομένου ότι όλα τα μεμονωμένα σημεία της Ελληνοαμερικανικής Ιστορίας πρέπει να ξεκινούν από κάπου, προσφέρω εδώ μερικές μόνο σημειώσεις και παρατηρήσεις για μια χούφτα μόνο από τους επαγγελματίες Ελληνες μετανάστες φωτογράφους που γνωρίζω τώρα.
Κατ’ αρχάς, απ’ ό,τι μου έχουν πει, τέτοιες εικόνες δεν λαμβάνονταν αυστηρά από ματαιοδοξία. Οι πρώτοι μετανάστες συχνά έστελναν αυτές τις φωτογραφίες των στούντιο στις οικογένειες και τους φίλους τους για να πιστοποιήσουν την ασφαλή άφιξή τους και, δεδομένου του κόστους αυτών των εικόνων, ως απόδειξη της καλής τους τύχης.
Οι επαγγελματίες φωτογράφοι προσέφεραν πάντα στους πελάτες τους μια σειρά από φωτογραφικά μεγέθη και ακόμη και μέσα για να επιλέξουν. Εχω δει φωτογραφικά φορμάτ που κυμαίνονταν από χειροποίητες φωτογραφίες πορτρέτου δύο έως τριών ποδιών μέχρι φωτογραφίες τυπωμένες σε χαρτί ταχυδρομικής κάρτας έτοιμες για αποστολή.
Δεδομένης της χρονικής περιόδου και της σχετικής καινοτομίας των νέων φωτογραφικών δυνατοτήτων, οι Ελληνες μετανάστες μπορούσαν επίσης να επιλέξουν να αναπαραχθούν οι φωτογραφίες τους στο πίσω μέρος καθρεφτών χειρός, σε μεγάλες οβάλ μεταλλικές πλάκες και/ή σε πορτρέτα σε φυσικό μέγεθος. Ολα αυτά τα πιθανά φωτογραφικά μέσα ήταν συνήθη σε όλη τη χώρα.
Οι φωτογραφίες που έφερναν από την Ελλάδα συχνά οδηγούνταν σε επαγγελματίες φωτογράφους στούντιο για διάφορους λόγους.
Μια από τις πρώτες αγαπημένες φωτογραφίες των Ελλήνων μεταναστών ήταν η σύνθετη φωτογραφία. Αυτή η νέα ενιαία εικόνα συνένωνε πολλές μεμονωμένες φωτογραφικές εικόνες διαφόρων μελών της οικογένειας που είχαν ληφθεί από διαφορετικές φωτογραφίες για να δημιουργηθεί ένα ενιαίο ομαδικό πορτρέτο. Ετσι, με φωτογραφικά μέσα, μια διαιρεμένη ελληνική οικογένεια ενωνόταν. Μια πρόσθετη πτυχή αυτού του δημοφιλούς τύπου εικόνας ήταν ότι, δεδομένου του κόστους που συνεπάγονταν, πολλές πρόσθετες φωτογραφίες συμπεριλαμβάνονταν σε μια τόσο ακριβή ενιαία εικόνα.
Από τους πολυάριθμους Ελληνοαμερικανούς εμπορικούς φωτογράφους στούντιο που εργάστηκαν σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1880 και 1920, εξ όσων γνωρίζω, μόνο η Συλλογή του Νικόλα Γκράμμα (Nickolas Grammas) που φυλάσσεται στο «Hull-House», το οποίο βρίσκεται στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου του Ιλινόις στο Σικάγο, τεκμηριώνει τους τύπους εικόνων που συνήθως παρήγαγαν οι επαγγελματίες της εθνικής κοινότητας για το ευρύ κοινό αυτής. Ομως οι εικόνες αυτές δεν συγκεντρώθηκαν για να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα της καριέρας του Γκράμμα, αλλά μάλλον ως πρώιμες σκηνές και πρόσωπα που συναντιόνταν στη συνοικία «Greektown» του Σικάγο.
Φαντάζομαι ότι η ίδια ακριβώς κατάσταση επικρατεί και στη Συλλογή της Ελένης Ζήση Παπανικόλα (Helen Zeese Papanikolas) στο Σολτ Λέικ Σίτι. Μεμονωμένοι Ελληνοαμερικανοί φωτογράφοι εργάστηκαν στη Γιούτα και στην αμερικανική Δύση γενικότερα. Γνωρίζω για τον Τζόρτζ Π. Κυρανάκο (George P. Kyranakos), έναν εμπορικό φωτογράφο στο Σολτ Λέικ Σίτι, βλέποντας τη σφραγίδα του στούντιό του σε αρκετές φωτογραφίες κατά τη διάρκεια μιας προφορικής ιστορικής συνέντευξης που έλαβε χώρα στο Σικάγο.
Και πάλι, όπως θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί, περιστασιακά επαγγελματίες Ελληνες φωτογράφοι έβαζαν διαφημίσεις στον ελληνοαμερικανικό Τύπο. Το 1944, στην ετήσια έκδοση της Καρπαθιανής Κοινότητας «Ομόνοια» βρίσκουμε διαφημίσεις για το «Grecian Photograph Studio», καθώς και για ένα ακόμη, το «Acropolis Photo Studios» που λειτουργούσε από το ζεύγος Γεωργάκα (Georgakas), που βρισκόταν τότε στην 588-590 9η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Στην ετήσια έκδοση της Καρπαθιανής Εταιρείας «Ομόνοια» του 1945 βρίσκουμε διαφήμιση για το ελληνόκτητο «Granart Photo Studio».
Και στις δύο αυτές ετήσιες εκδόσεις πολυάριθμες φωτογραφίες πιστώνονται στον Βασίλη Χατζημηνά (Basil Hatziminas), ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης και διαχειριστής του «Sun Studios» έξω από το Γκάρι της Ιντιάνα. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο κ. Χατζημηνάς μετακόμισε στη Φλόριδα με την σύζυγό του. Ο Τζον Γκιόλας (John Giolas) αγόρασε τα «Sun Studios» και όταν μίλησα μαζί του, πριν από δεκαετίες, είχε μεταφέρει τη φωτογραφική του επιχείρηση στο Μέριλβιλ της Ιντιάνα.
Πριν από χρόνια, θυμάμαι να διαβάζω στον ελληνοαμερικανικό Τύπο ότι κάπου στην Καλιφόρνια μια επιχειρηματίας είχε αγοράσει ένα ακίνητο. Κατά τη διάρκεια του καθαρισμού του κτιρίου αυτού ανακάλυψε έναν μεγάλο αριθμό παλαιών φωτογραφιών σε γυάλινες πλάκες. Οπως αποδείχθηκε, το κτίριο που είχε αγοράσει ήταν κάποτε ο χώρος ενός φωτογραφικού στούντιο. Και ανάμεσα στα αρνητικά των γυάλινων πλακών υπήρχαν εικόνες μερικών από τους πρώτους Ελληνες στην Καλιφόρνια. Και αν δεν θυμάμαι λάθος αυτή τη μακρινή διήγηση, η εν λόγω επιχειρηματίας σύντομα πουλούσε εκτυπώσεις που είχαν ληφθεί από αυτές τις παλιές σε γυάλινες πλάκες φωτογραφίες όχι μόνο στους Ελληνες, αλλά και σε πολλούς άλλους απογόνους των ατόμων που σώζονταν ακόμη σε αυτές τις γυάλινες πλάκες.
Και πάλι, κάποια στιγμή παλιά, μέσω της γνωριμίας με τον αείμνηστου Νικ Τόπινγκ (Nick Topping) στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν γνώρισα τον Τζον Καρδή (John Kardis), έναν εμπορικό φωτογράφο που έζησε μια ζωή στην πόλη αυτή. Επισκεπτόμενος τον Καρδή στο σπίτι του, έμεινα έκπληκτος όταν είδα πόσα από τα επαγγελματικά του έργα είχε κρατήσει. Ο Τζον Καρδής ήταν κάτι πέρα από φωτογράφος στούντιο. Ενα μεγάλο μέρος της δουλειάς του δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τέχνη.
Ακόμα θυμάμαι ότι είχα την έντονη αίσθηση ότι δεν ήμουν απλώς μάρτυρας της Ιστορίας, αλλά βρισκόμουν στη μέση αυτής. Ωστόσο, όταν θέλησα να γράψω για τον Τζον Καρδή και να μοιραστώ την τέχνη του με τον κόσμο, αυτό δεν έγινε. Συγκεκριμένα, ένα μέλος της ευρύτερης οικογένειας αντιτάχθηκε ιδιαίτερα έντονα στην πρότασή μου. Ετσι, ενώ απόλαυσα την επίσκεψη, δεν μπόρεσα, μέχρι σήμερα, να γράψω γι’ αυτόν τον μοναδικό εικαστικό καλλιτέχνη που δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί.
Συνολικά, από την εμπειρία μου, ποτέ δεν ξέρεις πότε και πού θα δεις μια φωτογραφία ενός Ελληνοαμερικανού.
Για παράδειγμα, κάποτε σταμάτησα, με τον αδελφό μου, στο «A1 Iowa» στη διαδρομή 80, το οποίο προβάλλεται ως «η μεγαλύτερη στάση φορτηγών στον Κόσμο». Και μπορώ να βεβαιώσω ότι πρόκειται για ένα τεράστιο συγκρότημα που είναι ένας συνδυασμός εγκαταστάσεων πλήρους εξυπηρέτησης για ημιφορτηγά και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα που έχω επισκεφθεί ποτέ.
Για να αντιληφθείτε το μέγεθος αυτού του χώρου στάσης φορτηγών/εμπορικού κέντρου, διάσπαρτα σε όλη την έκταση μπορεί κανείς να δει περιφραγμένα επισκευασμένα αυτοκίνητα κανονικού μεγέθους, φορτηγά, τζιπ, στρατιωτικά μεταγωγικά και άλλα οχήματα. Καθώς περπατούσα σε αυτή την εγκατάσταση ήταν προφανές ότι η στάση φορτηγών «A1 Iowa» κοσμείται ελεύθερα με κάθε είδους οχήματα και ακόμη και με μια εκπληκτική σειρά από αντλίες γκαράζ παλαιών εποχών, φανάρια στοπ, ακόμη και ένα ευρύ σύνολο οδικών πινακίδων ως διακοσμητικά στοιχεία χαρακτηριστικά του κέντρου επισκευής τους.
Ο αδελφός μου και εγώ πήγαμε σε ένα από τα εστιατόρια αυτής της στάσης φορτηγών. Καθώς φεύγαμε, έτυχε να κοιτάξω ψηλά. Εκεί πάνω από την είσοδο είδα μια μεγάλη φωτογραφία με δύο οχήματα σε κάθε άκρο αυτής της εικόνας. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο οχήματα αναγνώρισα τον αείμνηστο Γιώργο Νοτόπουλο (George Notopoulos) από το Γούιλτον Τζάνκσιον της Αϊόβα να σκουπίζει το πεζοδρόμιο μπροστά από το ζαχαροπλαστείο του. Μια στιγμή που «πάγωσε» στο χρόνο. Η εικασία μου είναι ότι τα δύο οχήματα στις δύο πλευρές αυτής της εικόνας την χαρακτήριζαν ως ένα ακόμη παράδειγμα των σχετικών με τα αυτοκίνητα θεμάτων αυτού του εξαιρετικά μοναδικού κέντρου αυτοκινήτων.
Υπάρχει τόσο πολλή δουλειά που έχει μείνει ανεκμετάλλευτη για την Ιστορία των Ελλήνων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η καλύτερη κατανόηση των ιστορικών φωτογραφιών που είναι διαθέσιμες για έρευνα θα βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό στο να συνδέσουμε τα γραπτά με αυτά που μας έχουν απομείνει ως οπτικές αποδείξεις. Ενώ οι ατομικές συλλογές ελληνοαμερικανικών οικογενειών θα φαινόταν η πρώτη λογική επιλογή για την αναζήτηση τέτοιων ιστορικών εικόνων, προτείνω να μην ξεχνάμε την ακόμη εν πολλοίς ανεξερεύνητη συλλογή των Ελλήνων φωτογράφων μεταναστών.