32
Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Η μητέρα της Πηνελόπη, το γένος Παντίρη, ήταν από την Καλλίπολη και ο πατέρας της Αθανάσιος Γ. Μπέμπος (1864-1944), καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί στην θρακική πόλη και δούλευε ως καπνεργάτης.
Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου η Σοφία δούλευε ως τσμιας σε καταστήματα.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, την ανακάλυψε ο πιο σημαντικός ιμπρεσσαριος πανω στο πλοίο για Θεσσαλονίκη. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Η Βέμπο της Νίκης
Η Βέμπο δεν βοηθούσε τον αγώνα μόνο με τα τραγούδια της. Πολλές φορές πραγματοποιούσε εμφανίσεις και παραχωρούσε όλα τα έσοδα για τις ανάγκες των στρατιωτών. Η φήμη της ήταν γνωστή στους Ιταλούς, κάποιοι από τους οποίους αποφάσισαν να την εκδικηθούν όταν κατέλαβαν τη χώρα ως ουραγοί των Γερμανών. Προσπάθησαν να την τρομοκρατήσουν, αρχικά λεκτικά και αργότερα έμπρακτα, αλλά άναδρα.
Ένα βράδυ, την ώρα που η Βέμπο επέστρεφε από τη βραδυνή της παράσταση στο θέατρο, την πλησίασε ένας Ιταλός και τη χτύπησε δυνατά με μια σιδερένια γροθιά. Παρόλο που η τραγουδίστρια τραυματίστηκε πολύ, δεν το έβαλε κάτω. Όταν την ενημέρωσαν με ανώνυμο μήνυμα ότι τη χτύπησαν για να την παραμορφώσουν και να μη μπορεί να εμφανιστεί στο θέατρο, εκείνη απάντησε «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο».
Τον Αύγουστο του 1941 η Βέμπο οδηγήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ο διευθυντής Άγγελος Έβερτ, την ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο. Η εντολή ήταν του Ιταλού συνταγματάρχη, Κ. Μεόλι και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Διεύθυνσις Αστυνομίας παρακαλείται να καλέσει την καλλιτέχνιδα Βέμπο να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος. Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής». Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και η απόφαση άλλαξε. Η Βέμπο επέστρεψε στο θέατρο και το τραγούδι με αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της.
Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και οι έφοδοι στο σπίτι της έγιναν συχνές. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν μέσα και διέλυαν ότι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Αποκορύφωμα του κυνηγητού της από τις κατοχικές δυνάμεις, ήταν η σύλληψη και ο εγκλεισμός της στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν αφέθηκε ελεύθερη, είχε πια συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να φύγει από την Αθήνα.
Η Βέμπο είχε καταλάβει ότι η ζωή της διέτρεχε κίνδυνο. Στο τέλος του 1942, η υπηρεσία αντικατασκοπείας της Αθήνας, μετά από εντολή του Γενικού Επιτελείου Στρατού που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, κατάφερε να τη φυγαδεύσει. Η οργάνωση «Μίδας 614» υπό τις οδηγίες του αρχηγού της, Ι. Τσιγάντε, κατέστρωσε το σχέδιο απόδρασης.
Η Βέμπο και ο αδελφός της Τζώρτζης, στις 8 Οκτωβρίου του 1942, μεταμφιεσμένοι σε ηλικιωμένους, ξεκίνησαν το περιπετειώδες ταξίδι για τη Μέση Ανατολή. Η τραγουδίστρια είχε εφοδιαστεί με πλαστό διαβατήριο με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Μετά από δεκαήμερη κατασκήνωση σε ένα βουνό της Εύβοιας, επιβιβάστηκαν σε ένα σαπιοκάραβαο που τους οδήγησε στην Τουρκία. Από εκεί συνέχισαν για τη Συρία, πέρασαν τη Δαμασκό, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη και μετά από σχεδόν ένα μήνα, κατάφεραν να φτάσουν στην Αίγυπτο.
1942 Βηρυτός. Φεύγοντας η Βέμπο άφησε πίσω της τον αγαπημένο της Μίμη Τραϊφόρο, ο οποίος βυθίστηκε στη θλίψη και πίστεψε πως τον είχε εγκαταλείψει. Μετά από λίγο καιρό όμως και ύστερα από προσωπικές της ενέργειες, η τραγουδίστρια κατάφερε να τον φέρει κοντά της. Η παραμονή της στη Μέση Ανατολή δεν σήμανε το τέλος της δράσης της.
Η Βέμπο συνέχισε τις εμφανίσεις της όπου υπήρχαν Έλληνες και διέθετε σχεδόν όλες τις εισπράξεις για τις ανάγκες του αγώνα. Υπολογίζεται ότι οι προσφορές της υπέρ πατρίδος ανέρχονταν σε 18.000 χρυσές λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή. Πολλές φορές χρειαζόταν να διανύσει πολλά χιλιόμετρα για να βρεθεί σε κάποιο στρατόπεδο, αλλά δεν την ενοχλούσε. Το ΓΕΝ, εκτιμούσε ιδιαιτέρως της δράση της και πολλές φορές διέθετε το αεροπλάνο «Μεγαλόχαρη» για τις μετακινήσεις της.
Το καλοκαίρι του 1944 η Βέμπο είχε καταξιωθεί στην Αλεξάνδρεια και απέκτησε δικό της χώρο. Το θέατρο «Νασιονάλ» μετονομάστηκε σε θέατρο «Βέμπο». Οι επιτυχίες που σημείωσε μαζί με το συγκρότημά της και τον Μίμη Τραϊφόρο, ήταν πολύ μεγάλες.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αλεξάνδρεια τον Απρίλιο του 1943, η Βέμπο αρραβωνιάστηκε τον Μίμη Τραϊφόρο. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τη λαμπρή της καριέρα.
————————————————————————-
*Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ το βιβλίο της Κατερίνας Κ. Πετρίδου «Σοφία Βέμπο, Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της», που κυκλοφορεί από το University Studio Press.