*Γράφει ο Παναγιώτης Πεντζουρίδης, Δημοσιογράφος – Γενικός Διευθυντής του Θρακικού Πρακτορείου Ειδήσεων
Ο πολιτικός αναβρασμός που ξέσπασε στους κόλπους της κυβέρνησης, μετά την κατάθεση της Πρότασης Δυσπιστίας που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ και συνυπέγραψαν τα κόμματα της Αριστεράς, είναι βέβαιο ότι θα έχει μεγαλύτερες απο τις προβλεπόμενες διαστάσεις.
Και τούτο γιατί, όχι μόνο λόγω του δημοσιεύματος της Κυριακάτικης Εφημερίδας “ΤΟ ΒΗΜΑ” και των “ΝΕΩΝ”, αλλά και γιατί φανερώθηκαν εσωτερικές παθογένειες της ίδιας της κυβερνητικής σύνθεσης, ιδιαίτερα μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου στεγάζεται η Προεδρία της Κυβέρνησης και ο Πρωθυπουργός.
Φάνηκε ξεκάθαρα, ότι οι στενοί συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, οι παραιτηθέντες κ.κ. Μπρατάκος και Παπασταύρου απο τη θέση των Υπουργών, δεν ανταπεξήλθαν στα καθήκοντα που τους είχε αναθέσει ο Πρωθυπουργός έναντι των σχέσεων με το εκδοτικό σύστημα και δη με τα εν λόγω Μέσα Ενημέρωσης που προέβησαν σε αποκαλύψεις.
Θα μου πείτε, τι χρειάζονται οι σχέσεις και ισορροπίες ανάμεσα στην πολιτική και οικονομική εξουσία, όταν την κυβέρνηση εξέλεξε ο λαός. Σωστά θα παρατηρήσω, αυτή είναι η επιθυμητή πραγματικότητα. Η ωμή πραγματικότητα είναι όμως, ότι πολιτική και οικονομική εξουσία, πάνε “παρέα” στα μονοπάτια της διακυβέρνησης της χώρας, και ας λέει τα περι αντιθέτου στη Βουλή ο εκάστοτε Πρωθυπουργός.
Ο κ. Μητσοτάκης, δεν θα μπορούσε να στείλει άλλο μήνυμα απο αυτό της “ανεξαρτησίας” του ως Πρόεδρος της Κυβέρνησης, πλην όμως γνωρίζει και ο ίδιος καλά ότι κάτι τέτοιο μόνο για λόγους ηθικής τάξης πρέπει να αναφέρεται.
Βεβαίως, στο ίδιο “ατόπημα”, υπέπεσε και ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκης, που σύρθηκε κυριολεκτικά πίσω απο δημοσιεύματα, και εξάντλησε το μέγιστο μέσο άσκησης της αντιπολιτευτικής δυνατότητας που είχε, με την κατάθεση Πρότασης Δυσπιστίας. Κερδισμένος δεν βγήκε ούτε αυτός, ούτε τα υπόλοιπα κόμματα που ψήφισαν την πρόταση αυτή.
Χαμένοι, στην όλη διαδικασία που εξελίχθηκε τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή με την Πρόταση Δυσπιστίας, βγήκαν η Ελληνική Δημοκρατία, ο Ελληνικός Λαός, το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Διότι αν τα αντανακλαστικά ενός πολιτικού κόμματος, ενεργοποιούνται απο ένα ή δύο δημοσιεύματα ή τηλεοπτικά ρεπορτάζ, τότε η έννοια της πολιτικής παύει να υπάρχει ως πράξη και μετατρέπεται σε ακολούθημα ενός σάπιου συστήματος.
Εξώ απο τις διαπιστώσεις όμως, εκείνο που διαφαίνεται και μέχρι τη μέρα διεξαγωγής των Ευρωεκλογών, είναι το ντόμινο των πολιτικών εξελίξεων και στην Ελλάδα, μετά τις ήδη ταραγμένες “κυβερνήσεις” της Ευρώπης, με τη Γερμανία και τη Γαλλία με την Ιταλία να είναι οι πλέον “αδύναμοι κρίκοι” της πολιτικής ανίσχυρης ομάδας της γηραιάς ηπείρου.
Η οικονομική επιβάρυνση της κοινωνίας, φέρνει στο προσκήνιο κόμματα και σχηματισμούς καθεστωτικού τόξου, με ακραία αφηγήματα και οι αναλυτές δεν αποκλείουν την επικράτηση αυτών στις επερχόμενες εκλογές. Μάλιστα, διαπιστώνουν οι ίδιοι αναλυτές, ότι η Ευρώπη έχει χάσει τη συνοχή της, έχει γίνει πολύ ακριβή η εξυπηρέτηση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος και πως η Ελλάδα όπως και άλλες χώρες, κακώς εντάχθηκαν σε μία οικονομία χωρών που ήδη έχουν σοβαρούς τριγμούς στα θεμέλιά τους, όπως η Γερμανία και η Γαλλία των οποίων τα χρέη ξεπερνούν το 80% του ΑΕΠ και με την Ελλάδα να είναι ακόμα στο 160% του ΑΕΠ με ότι αυτό συνεπάγεται εναντι του ευρώ.
Ολα αυτά συγκλίνουν στο γεγονός, ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, οι οποίες δρομολογήθηκαν με αφορμή και όχι αιτία το δυστύχημα των Τεμπών, δεν είναι τίποτα περισσότερο απο ένα γενικότερο ντόμινο εξελίξεων σε όλη την Ευρώπη. Η δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις έχουν σαφέστατο πρόβλημα στη διαχείριση της καθημερινότητας και των αναγκών των πολιτών, εξυπηρετώντας μόνο το οικονομικό μοντέλο μιας “Ευρώπης του Ευρώ”, χωρίς άλλη στόχευση και όραμα.
Η Ελλάδα, δεν μπορεί να μείνει εκτός εξελίξεων και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καλείται να αντιμετωπίσει την ωμή πραγματικότητα των εξωγενών και εσωγενών πιέσεων προς αυτή.
Η ακρίβεια, η αδιαλλαξία των οικονομικών συμφερόντων να συναινέσουν, η συρρίκνωση του οικογενειακού προϋπολογισμού και η αδυναμία ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, είναι οι παράγοντες εκείνοι που θα καθορίσουν το αύριο της Ελληνικής Κυβέρνησης, εν προκειμένω με Πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη.
Εντός των επομένων ημερών, ενδεχομένως να υπάρξει ανασχηματισμός και αν αυτός είναι δομικός, τότε δεν αποκλείεται η ευρωκάλπη να πάρει χαρακτήρα “ψήφου εμπιστοσύνης” στο κόμμα της Ν.Δ. που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης ή απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής, με ότι αυτό συνεπάγεται.