Μπροστά μου έχω ένα απόκομμα της εφημερίδας του «Εθνικού Κήρυκα» από τον Σεπτέμβριο του ’84, που μου έστειλε ο Γρηγόρης Μανινάκης -γνωστός σε όλους σας από το «Cafe AmanAmerica»-, με μια φωτογραφία-διαφήμιση με λεζάντα που γράφει: «Η Μπουάτ ΑCROAMA αρχίζει τη χειμερινή σεζόν με ένα καινούργιο πρόγραμμα. Πέμπτη έως Κυριακή 10 μ.μ. Συμμετέχουν Τζούλη Ζιάβρα, Βαγγέλης Φάμπας, Γρηγόρης Μανινάκης, Κώστας Θεοδοσίου, Γιώργος Καλογεράκης, Paula Mlyn, Jeannie Lewin. Cafe Acroama Newtown Ave και 30str, Astoria. Tηλ.: (212)204-1727».
Για όσους θυμούνται ή έχουν ακούσει την μπουάτ αυτή, την άνοιξε ο Βαγγέλης Φάμπας, ο πολυτάλαντος συνθέτης, κιθαρίστας και παραγωγός, και ήταν ο μοναδικός χώρος στην Ομογένεια, που μπορούσε κανείς να απολαύσει για πρώτη φορά Λατινοαμερικάνικη μουσική, Τζαζ και διάφορα έθνικ προγράμματα, που εκσυγχρόνισαν το τοπίο της ομογενειακής μουσικής σκηνής. Το να παίρνεις συνέντευξη στους μετρημένους στα δάχτυλα ανθρώπους που διαμόρφωσαν και αναβάθμισαν τα ακούσματα της Ομογένειας στη Νέα Υόρκη, σε εποχές που τα «νυχτερινά κέντρα λαϊκής διασκέδασης» αποκαθήλωναν το «έντεχνο» ελληνικό τραγούδι, δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά και συγκινησιακή φόρτιση, που οι διηγήσεις τους την εκτοξεύουν στις χρυσές εποχές, που δεν θα επιστρέψουν ποτέ.
Ο Βαγγέλης Φάμπας είναι ένας από αυτούς τους ελάχιστους, που στα 16 χρόνια που έμεινε στη Νέα Υόρκη (1979-1996) μέσα από το «Ακρόαμα» την πρώτη μπουάτ που άνοιξε μόνος του και τον «Θίασο», το δεύτερο μουσικό στέκι, όπου συνέρρεε ένα συνονθύλευμα από φοιτητόκοσμο, διανοητές, επιχειρηματίες, πρίγκιπες, δημόσιους φορείς, ακόμα και θαμώνες και «φίρμες» από τα ανταγωνιστικά «σκυλάδικα» της Αστόριας, κατάφερε να συνεχίσει και να εκσυγχρονίσει το μουσικό σκηνικό της Ομογένειας της ΝΥ, που ήδη είχαν θεμελιώσει πρώτος ο Σεραφείμ Λάζος με την «Μπουάτ του Λάζου» και στη συνέχεια ο Γρηγόρης Μανινάκης, με συνεργάτες τον Βαγγέλη Φάμπα και την Ελλη Πασπαλά με τον «Μικρόκοσμο».
-Κύριε Φάμπα, ας ξεκινήσουμε από τη στιγμή που φτάσατε στη Νέα Υόρκη…
Στη Νέα Υόρκη ήρθα το 1979 για πρώτη φορά και από το 1980 ξεκίνησα σπουδές στη μουσική, μεταπτυχιακά στη σύνθεση στο Queens College. Παράλληλα (1980) ξεκίνησε και η διαδρομή μου στη μουσική κινηματογράφου και στο θέατρο. Από μια σύμπτωση βρέθηκα να εργάζομαι στην παραγωγή της «Καταιγίδας» του Σαίξπηρ σε κινηματογραφική διασκευή από τον Πολ Μαζούρσκι. Εκεί συνεργάστηκα ως μουσικός σύμβουλος του Μαζούρσκι για περίπου 10 μήνες προεργασίας, μαθαίνοντας την τέχνη του σινεμά από άτομα μιας πιο ηλικιωμένης και έμπειρης γενιάς κινηματογραφιστών, μια εμπειρία που με έκανε να αγαπήσω την αμεσότητα αυτής της μουσικής και να απομακρυνθώ κάπως από τα ακαδημαϊκά μονοπάτια στη σύνθεσή μου. Με προτροπή του Μαζούρσκι ξεκίνησα και τη συνεργασία μου ως συνθέτης με το Ελληνικό Θέατρο της ΝΥ, (GTNY, έργο του Γιάννη Σιμωνίδη) το οποίο αγάπησα και συνεργάστηκα σε όλες του τις παραγωγές μέχρι τη στιγμή που έχασε την έδρα του στους 28 δρόμους και μεταστεγάστηκε στο «LaMama», πλέον ως Theatre Company και εντέλει σταδιακά ατόνησε.
-Πώς άρχισε ακριβώς η συνεργασία σας με τις μπουάτ της εποχής;
Αρχές του 1981 ο φίλος Τζανής Μπουγιούρης με κάλεσε στο «Μικρόκοσμο» (πρώην μπουάτ του Σεραφείμ Λάζου) που ξεκινούσαν ο Σταύρος Σπανδωνίδης και ο Γρηγόρης Μανινάκης, με βασική συνεργάτιδα την Ελλη Πασπαλά. Ο χώρος της ελληνικής μουσικής στη Νέα Υόρκη μέχρι την παρέμβαση του Λάζου και των ανωτέρω, οι οποίοι ήταν και μέλη της ελληνικής χορωδίας των Μ. Θεοδωράκη / Γ. Γλέζου, δεν είχε άλλο να παρουσιάσει από κάποιες ταβέρνες με ένα ή δύο μουσικούς και κάποια νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Μου έκανε εντύπωση και με έκανε να νοιώσω πολύ οικεία το ρεπερτόριο το οποίο τραγουδούσαν τα παιδιά στο «Μικρόκοσμο», και μετά από κάποιους μήνες βρέθηκα να συμμετέχω στο σχήμα κι εγώ, προσπαθώντας να φέρω και πράγματα από την μέχρι τότε εμπειρία μου σε μουσικά σχήματα στη μικρή αλλά θαυματουργή σκηνή του «Μικρόκοσμου».
Το σημαντικότερο νομίζω ήταν η αποκρυστάλλωση του έντεχνου ήχου του σχήματος και η σταθεροποίηση μιας ομάδας σταθερών συνεργατών. Σαν συνεταίρος στον «Μικρόκοσμο» βρέθηκα με την αποχώρηση του Σταύρου Σπανδωνίδη και την μετάβαση της Ελλης Πασπαλά στην Αθήνα το 1982. Πολλά για την ιστορία του «Μικρόκοσμου» έχουν ειπωθεί συχνά από τον Γρηγόρη Μανινάκη και τα ονόματα των πολύ αγαπημένων συνεργατών μου εκεί είναι επίσης γνωστά.
-Το «Ακρόαμα» και μετά ο «Θίασος». Πόσο εφικτό ήταν να είστε επιχειρηματίας και μουσικός την ίδια στιγμή;
Το «Ακρόαμα» ήταν η πρώτη μουσική σκηνή που άρχισα από μηδενική βάση, ενώ παράλληλα συνέχιζα τις σπουδές μου, τις συνεργασίες μου στο θέατρο και την τηλεόραση και έχοντας περάσει ως διδάσκων από τον Αγιο Δημήτριο και κάποια Community Colleges. Η παρουσία μου στο «Μικρόκοσμο», εκτός από στοιχειώδης επαγγελματική ενασχόληση ήταν για μένα και μια σχεδόν καθημερινή επαφή με ένα κοινό το οποίο είχε κατά βάσιν τις ίδιες ανησυχίες και προβληματισμούς με εμένα, παρόμοιες αισθητικές αναζητήσεις και ουσιαστικά κοινή μοίρα. Ηταν επομένως κάτι σαν «επαυξημένη οικογένεια». Ενας μουσικός χώρος, ελληνικός χώρος, έπρεπε κατά την άποψή μου να προσφέρει στο κοινό του μια καλλιτεχνική εμπειρία πιο επαγγελματικά σχεδιασμένη και υλοποιημένη από αυτό που θα δικαιολογούσε το περιορισμένο οικονομικό μέγεθος ενός «κουλτουριάρικου» χώρου, και για το λόγο αυτό κανένας «επιχειρηματίας» δεν προσπάθησε να στήσει μια καθαρόαιμη Ελληνική Μουσική Σκηνή στη Νέα Υόρκη. Με αυτή τη φιλοδοξία και με αρκετή χειρωνακτική εργασία ξεκίνησα το «Ακρόαμα» το χειμώνα του 1983. Συνοδοιπόρος και βασική ερμηνεύτρια η Τζούλη Ζιάβρα. Ενας νεοτερισμός του «Ακροάματος» ήταν ότι πλέον όλο το πρόγραμμα ήταν προβαρισμένο για 1-2 μήνες πριν την παρουσίασή του, με γραμμένες ενορχηστρώσεις, και Αμερικανούς ή άλλους ξένους μουσικούς σε όργανα που δεν ήταν εύκολο να βρούμε από την ομογένεια, όπως βιολιά ή τσέλα, πνευστά, ακορντεόν κ.λπ. Ανά 3-4 μήνες είχαμε αλλαγή προγράμματος, όπως και οι αντίστοιχοι χώροι στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Αλλος νεοτερισμός ήταν η παρουσίαση στο κοινό μας και άλλων μουσικών ρευμάτων, διεθνών, που και κάποιο κοινό στην Ελλάδα παρακολουθούσε εκείνη την εποχή. Επί παραδείγματι, μια ημέρα την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα, ο χώρος μεταμορφωνόταν σε Jazz Club και μια σειρά από γνωστούς μουσικούς της Νέας Υόρκης έκαναν την εμφάνισή τους. Κάθε Τετάρτη το «Ακρόαμα» φιλοξενούσε παραδοσιακά μουσικά σχήματα από τη Λατινική Αμερική. Πέραν της μουσικής πολυχρωμίας που ο χώρος προσέφερε στο ελληνικό κοινό του, η όλη προσπάθεια κίνησε το ενδιαφέρον σε πιο διεθνές κοινό, το οποίο σιγά σιγά άρχισε να κατακλύζει το «Ακρόαμα» τις μέρες του ελληνικού προγράμματος. Αυτό βοήθησε το «Ακρόαμα» να εφαρμόζει πενθήμερη ή και εξαήμερη λειτουργία, ενώ το καθεαυτού ελληνικό κοινό του μπορούσε να έρθει κυρίως κάθε Σάββατο, με αποτέλεσμα τα Σάββατα να υπάρχει τεράστιο πρόβλημα χωρητικότητας. Το 1988 έγινε μια αλλαγή στην προσωπική μου ζωή και το «Ακρόαμα» ανέλαβε η Αννα Παϊδούση, ενώ τότε για ένα διάστημα ασχολήθηκα αποκλειστικά με τα Ακαδημαϊκά. Το 1990 και αφού οι διδακτορικές μου σπουδές είχαν πάρει το δρόμο τους, ξεκίνησα μια νέα, πιο φιλόδοξη προσπάθεια στο Μανχάταν, ιδρύοντας τον «Θίασο», όπου παλιοί και νέοι συνεργάτες βρήκαν στέγη, μαζί με συχνές μετακλήσεις από την Ελλάδα. Επίσης, η διεθνής παρουσία του «Θίασου» επεκτάθηκε σε ηχήματα Big Band, Flamenco, Tango Argentino, αλλά και Ρεμπέτικο Πάλκο, καθώς και μουσικές Fusion. Αυτό το εγχείρημα ήταν ίσως και η σημαντικότερη ελληνική μουσική σκηνή στην Νέα Υόρκη εκείνη την εποχή, τουλάχιστον για το μη «εμπορικό» ρεπερτόριο.
-Πώς ήταν η μετάβασή σας από τη ΝΥ στην Αθήνα και τι διαφορές βρήκατε στη μουσική σκηνή ανάμεσα στις δυο πόλεις;
Η ανθρώπινη και καλλιτεχνική μου μετάβαση στην Αθήνα, ήταν αρκετά προβληματική. Για αρκετά μεγάλο διάστημα προσπάθησα να ενταχτώ στα κοινωνικά και επαγγελματικά δρώμενα της Αθήνας, αλλά αντιμετωπίστηκα και από τους ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά και από τους μουσικούς ως «άλλος ένας μουσαφίρης» που ήρθε να μοιραστεί την πίτα. Εργάστηκα λοιπόν για κάποια χρόνια σαν καθηγητής Ωδείου, ραδιοφωνικός παραγωγός και ενορχηστρωτής για την Ορχήστρα ποικίλης μουσικής της ΕΡΤ. Τα πράγματα βελτιώθηκαν, όταν ξεκίνησα να συνεργάζομαι με τη μεγάλη εταιρεία διαφημιστικών ταινιών εκείνης της εποχής, την ΚΙΝΟ (1997). Με αυτούς έγραψα μουσική σε περίπου 150 διαφημιστικές ταινίες και παράλληλα γνώρισα αρκετούς ταλαντούχους νέους σκηνοθέτες του κινηματογράφου και του θεάτρου με τους οποίους άρχισα συνεργασία. Να ξεχωρίσω τη συνεργασία μου με τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο του οποίου έχω «ντύσει» όλες τις ταινίες, αλλά και τους Σταύρο Ψυλλάκη, Κώστα Μαχαίρα, Σπύρο Τέσκο και άλλους.
-Πείτε μας για την καλλιτεχνική σας διαδρομή μέχρι σήμερα.
Το 2002 ίδρυσα την Massive Productions, μια εταιρεία Παραγωγής ταινιών και δίσκων, με παραγωγική μονάδα με δικά της στούντιο ηχογράφησης, καθώς και σουίτες επεξεργασίας εικόνας. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξω την ιδιότητα του παραγωγού και να λειτουργώ στον καλλιτεχνικό χώρο σύμφωνα με τις προτιμήσεις μου. Από τους 26 περίπου δίσκους της Massive Productions να αναφέρω τον δίσκο του Σταύρου Σοφιανόπουλου «Ο χορός του Πυθέα», το «Mareas» της Sussane Wieser, το «Batalla» του Δημήτρη Φριτζαλά, το «Light of Innocence» της Irina Valentnova Karpuchina, το «Elmarlamar» του Μίμη Πλέσσα, το «Του ανέμου οι λέξεις» με τη Σωτηρία Λεονάρδου και το «Ο γιος του φύλακα» με Σωκράτη Μάλαμα και Μάρθα Φριτζήλα σε μουσική δική μου καθώς και κάποια παραδοσιακά, όπως «Το πολυφωνικό της Αετόπετρας» κ.α.
Μέσα από την Massive Productions ξεπήδησαν επίσης και κάποια labels, εκ των οποίων ξεχωρίζω την Outlandish Recordings, καθώς η τελευταία έχει παράξει ηχογραφήματα, που πολύ δύσκολα θα έβρισκαν παραγωγή στην Ελλάδα, καθώς είναι εντελώς αντιεμπορικές δουλειές μεν, με μεγάλη καλλιτεχνική υπεραξία δε. Να αναφέρω τα άλμπουμ «String less» με το ομώνυμο φωνητικό σχήμα, το «Vergessenheit song book» του Κώστα Κακούρη & του Αναστάση Γρίβα, το «Binome» της Σοφίας Αβραμίδου, το «The Meeting» του Λάκη Τζίμκα κ.α.
-Είστε ιδρυτής του Φεστιβάλ Ικαρίας. Πώς το ξεκινήσατε και ποια είναι η προσφορά του;
Από το 1996, μετά το θάνατο του πατέρα μου, βρέθηκα στην Ικαρία, με την οποία είχα σχέση μέσω ανθρώπων με τους οποίους διατηρούσα δεσμούς από τα χρόνια της Νέας Υόρκης. Η αντίθεση της ανοιχτωσιάς των ψυχών των κατοίκων του νησιού με την αντίστοιχη, επιθετική σχεδόν, συμπεριφορά των κατοίκων της Αθήνας με έκανε να ερωτευτώ την Ικαρία αμέσως. Για τα επόμενα 25 χρόνια, πηγαινοέρχομαι στην Ικαρία χειμώνα-καλοκαίρι και μένω σε σπίτια που μου έχουν προσφερθεί με το χέρι στην καρδιά. Με τους φίλους μου εκεί, θα κάτσουμε να φιλοσοφούμε ώρες ατελείωτες και επικοινωνούμε πραγματικά. Η άγρια ομορφιά του νησιού γλυκαίνει απίστευτα από τους εξαιρετικούς ανθρώπους του. Εχοντας την αίσθηση ενός χρέους προς το νησί, ξεκίνησα το 2006, μαζί με την Klaudia Delmer το Φεστιβάλ Πολιτισμικών Διαλόγων Ικαρος. Καλλιτέχνες οι οποίοι συμμετείχαν στο Φεστιβάλ περιλαμβάνουν ονόματα όπως οι L’ Hamdefoc (Ισπανία), Motion Τrio (Πολωνία), Jamel Benyelles & D’jam Fam, Etnika (Μάλτα), Chicana Gypsy Band (Ισπανία, Μεξικό, ΗΠΑ), Quartaumentata (Καλαβρία), Margarida Guerreiro (Πορτογαλία), Luna Piena Trio (Ιταλία-Σικελία), Alexander Spitzing (Γερμανία), Lise Lunde Brennhagen, Laura Ellestad και Asgeir Blaavarp Heimdal (Νορβηγία), το συγκρότημα Kolektif Istanbul (Τουρκία), Lamia Bedui (Τυνησία), κ.ά. Δίπλα σε αυτούς, στα χρόνια λειτουργίας, και εγχώριοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα του εντέχνου, του ροκ, αλλά και της πειραματικής μουσικής όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Βασίλης Σκουλάς, η Έλλη Πασπαλά, ο Παύλος Παυλίδης, ο Φοίβος Δεληβοριάς, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Δώρος Δημοσθένους, ο Γιάννης Σπάθας με τον Βασίλη Λέκκα, η Ελένη και η Σουζάνα Βουγιουκλή, ο Θοδωρής Κοτονιάς, ο Βασίλης Γισδάκης, ο Χρήστος Τσιαμούλης, ο Σωκράτης Σινόπουλος, η Καίτη Κουλλιά, οι Mode Plagal, οι Balarom Trio (Παντελής Στόικος, Κυριάκος Ταπάκης, Λουκάς Μεταξάς) ,οι Affection Trio (Θέμης Νικολούδης, Βασίλης Ρακόπουλος, Πέτρος Βαρθακούρης), οι Villagers of Ioannina City, οι He-Jazz Collective, οι Burger Project, οι Stringless, η ομάδα χορού «Κι όμως κινείται» κ.ά. Πολλές φορές σε σύμπραξη με πολύ αξιόλογους Ικάριους δεξιοτέχνες. Τα φεστιβάλ συμπληρώθηκαν με κινηματογραφικές ταινίες παρουσία των σκηνοθετών τους, σεμινάρια και εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας.
-Εαν κάνετε ένα flash back στα χρόνια που ζήσατε στη ΝΥ, τι έχετε νοσταλγήσει περισσότερο;
Θα έλεγα τη ζωντάνια της καθημερινής ζύμωσης με το κοινό των χώρων που βρισκόμουν. Τους φίλους που μοιραζόμαστε την εμπειρία της ζωής ενός Έλληνα στην παγκόσμια Μητρόπολη. Επίσης την αίσθηση ελευθερίας, που σου δίνει η ζωή «έξω από τη γυάλα» – γυάλα εννοώντας το περιοριστικό σύστημα ισορροπιών και αλυσιδωτών σχέσεων που διέπει ως τις μέρες μας την κάθε δράση στην Ελλάδα. Ακόμη, μου λείπουν οι περίπατοι στην πόλη, οι πλούσιες βιβλιοθήκες και οι μυρωδιές από τις αμέτρητες πολύχρωμες έθνικ κουζίνες όλης της υφηλίου.
-Ποιους σημερινούς συνθέτες μας θεωρείτε άξιους;
Υπάρχουν πάμπολλοι άξιοι συνθέτες σήμερα, όμως η εποχή μας είναι κυρίως productoriented και δεν ευνοεί τους δημιουργούς, όσο ευνοεί τους ερμηνευτές. Όσοι δημιουργοί δεν ακολούθησαν το δρόμο της τεχνολογικής αναβάθμισης και δεν είναι οι ίδιοι πολυ-εργαλεία, έχουν πρόβλημα. Καμία εταιρεία δεν επενδύει παραγωγικά, και στην ουσία η δισκογραφία πληρώνεται πλέον από τους ερμηνευτές -κυρίως τους εμπορικούς- για παραγωγή συναυλιακού υλικού ή ρεπερτορίου, για χρήση στα μαγαζιά που συνεργάζονται. Οι μόνοι που μπορούν ακόμη να παράγουν, είναι οι τραγουδοποιοί, των οποίων οι ζωντανές εμφανίσεις και η μόνιμη συνεργασία με τους μουσικούς τους, τους δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάζουν συχνά νέες δουλειές.
-Τι σας αρέσει και τι σας προκαλεί λύπη περισσότερο στη μουσική σήμερα και στους εκφραστές της;
Μου αρέσουν πολύ οι νέοι μουσικοί που βγαίνουν από τα μουσικά σχολεία και από κάποια Ωδεία που έχουν εκσυγχρονιστεί. Η γνώση τους και το ταλέντο τους είναι εντυπωσιακή. Επίσης, η δυνατότητά τους να συνδυάζουν τα στυλ μουσικής με ευχέρεια, καθώς έχουν βιώσει σε πιο ανοιχτή κοινωνία και έχουν πολύ πιο σύνθετα ακούσματα. Παράδειγμα αυτού είναι η Ειρήνη Τορνεσάκη -που αν δεν κάνω λάθος τώρα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη- και μπορεί να τραγουδήσει με συγκινητική ευχέρεια από παραδοσιακό τραγούδι μέχρι τζαζ και λάτιν μουσική. Λύπη μου προκαλεί το γεγονός, ότι ο χώρος μπορεί να στηρίξει πολύ λίγους ανθρώπους στην επαγγελματική τους ενασχόληση με τη μουσική και πολύ πιθανά, εξαιρετικά αξιόλογα ταλέντα να παραγκωνιστούν εξαιτίας της τύχης ή της ατυχίας, που θα έχουν οι προσπάθειές τους.
-Μέσα στην όλη αυτή οικονομική κρίση και την κρίση της πανδημίας, αντιληφθήκατε να έχει δημιουργηθεί κάτι καινούργιο, με πιο φρέσκες ιδέες, πιο δημιουργικές ή «σώπασαν και οι καλλιτέχνες»;
Δεν νομίζω ότι η οικονομική κρίση θα δώσει αφορμή για νέες δημιουργίες και για ένα άλλο καινούριο δρόμο στα καλλιτεχνικά πράγματα, καθώς η κρίση έχει αναδείξει και μια κρίση κοινωνικών αξιών και ανθρώπινων σχέσεων. Διαφέρει δηλαδή η εποχή μας από τα χρόνια του μεσοπολέμου, όπου η φτώχεια ανέδειξε νέα δυναμικά ρεύματα στη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Αλλο ήταν το κατεστραμμένο οικονομικά και πολιτικά τοπίο εκείνης της περιόδου και άλλο το τωρινό, όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν ως αντίπαλο τις δόσεις για το σπίτι τους, για το αμάξι τους και για τα κινητά της οικογένειάς τους.
-Ποια είναι τα άμεσα επαγγελματικά σχέδιά σας;
Να προλάβω να δισκογραφήσω όσο περισσότερο από το ήδη υπάρχον έργο μου μπορώ, να αξιοποιήσω τις παραγωγικές μου δυνατότητες στα πιο αξιόλογα project που θα μου εμφανιστούν και να λειτουργήσω όσο θετικότερα μπορώ για τον καλλιτεχνικό χώρο μου εδώ στην Ελλάδα.
Για πληροφορίες: Massive Productions Audiovisual Productions & Services+30 2106995320// https://www.musicpaper.gr/reportage/item/8034-o-vaggelis-fampas-kai-to-festival-ikaros