Πώς, γιατί και πόσο μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί η δημόσια εκπαίδευση σε μια χώρα; Αν δεχθούμε ότι το φαινόμενο της ιδιωτικοποίησης συνδέεται με το δίπολο της πολιτικής του υπαρκτού και του ανύπαρκτου, δηλαδή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με αυτά που μια πολιτεία κάνει και με τις συνέπειες αυτών που δεν κάνει, τότε, αυτομάτως, καταλαβαίνουμε πού βρισκόμαστε. Στο σημείο όπου οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί προειδοποιούν: «Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει ευθέως μια ανερχόμενη τάση ιδιωτικοποίησης, φτάνοντας σχεδόν στο όριο όπου μια πιο οργανωμένη και ίσως και πιο “βίαιη” ιδιωτικοποίηση βρίσκεται προ των πυλών».
Πρόκειται για ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησαν οι συνδικαλιστικές εκπαιδευτικές ομοσπονδίες ΟΛΜΕ και ΔΟΕ με την υποστήριξη της Διεθνούς Ομοσπονδίας «Education International» βάσει οικονομικών στοιχείων, νομοθετικών ρυθμίσεων αλλά και απόψεων που ζητήθηκαν από εκπαιδευτικούς καθώς και φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων.
Η έρευνα, που έχει τίτλο «Το δημόσιο σχολείο στην Ελλάδα-Οψεις και τάσεις μιας αναδυόμενης ιδιωτικοποίησης», εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης καμπάνιας του διεθνούς συνδικαλιστικού φορέα «για την καταπολέμηση της ιδιωτικοποίησης και της εμπορευματοποίησης στην εκπαίδευση στη Νότια Ευρώπη».
Τα τελευταία χρόνια, ακόμα και στη μνημονιακή περίοδο, οι «σκιώδεις» πλευρές της εκπαίδευσης εντάθηκαν και διευρύνθηκαν. Σύμφωνα με την έρευνα, που ξεκίνησε το 2016 και ολοκληρώθηκε φέτος (με τα αριθμητικά δεδομένα ωστόσο να σταματούν στο 2016), οι ιδιωτικές δαπάνες για τη «σκιώδη» εκπαίδευση αποτελούν το 34,7% των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση και το 40,1% των δαπανών της ιδιωτικής.
Στη δευτεροβάθμια περισσότερο (67,9% και 69,7%, το 2014), στην πρωτοβάθμια λιγότερο (18,3% και 34,4%, το 2014). Βασικές συνέπειες, αναφέρεται στην έρευνα, η πρόκληση σημαντικών απωλειών εισοδημάτων σε συνθήκες λιτότητας και βίαιης δημοσιονομικής πειθαρχίας (η ελληνική οικογένεια, ακόμα και σε μνημονιακές συνθήκες, συνέχισε να δαπανά τεράστια ποσά στην εκπαίδευση) και η περαιτέρω απαξίωση του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης με δεδομένες και τις μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των δαπανών.
Το 2009, οι δαπάνες για την Παιδεία έφταναν το 37% στη δευτεροβάθμια και το 31% στην πρωτοβάθμια, το 2016 πήγαν στο 30% και 32%, αντιστοίχως.
Με άλλα λόγια, τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, τα ξένων γλωσσών, τα «Κέντρα Μελέτης» μαθητών Δημοτικού και ό,τι δεν μπορεί να καλυφθεί από το σχολείο σε συνδυασμό με τις απολύσεις, την υποχρηματοδότηση και την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης ειδικά τη μνημονιακή περίοδο οδήγησαν στο αδιέξοδο. Εκεί όπου βρίσκεται και κινδυνεύει να μείνει το ελληνικό σχολείο αν δεν γίνει η στροφή ανάκαμψης. Οχι εύκολο, λέει η έρευνα.
Η συρρίκνωση του κράτους και λόγω αυτού η μεταβίβαση κρίσιμων τομέων λειτουργίας των σχολείων σε άλλους παράγοντες, ιδιωτικούς, ημικρατικούς, τοπικούς, αυτοδιοικητικούς, δημιουργούν ένα πλαίσιο ανασφάλειας, αβεβαιότητας, που επηρεάζει και τις γονεϊκές στρατηγικές. Αποκέντρωση ευθυνών αλλά και χρηματοδότησης, επιβολή συστημάτων αξιολόγησης που οδηγούν σε κατηγοριοποίηση και αναπόφευκτα ανισότητα ανάμεσα στα σχολεία, εκπαίδευση με voucher (επιχειρήθηκε στην προσχολική), προσφυγή σε χορηγούς για υλικοτεχνική υποδομή αλλά και το ίδιο το σύστημα που είναι εξετασιοκεντρικό, που οδηγεί σε «ιεροποίηση» των πανελλαδικών, που εξαντλεί τις οικογένειες, όλα αυτά αποτελούν αγκάθια στον δρόμο της ανάκαμψης.
Ποιο είναι το όριο της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, διερωτώνται οι ερευνητές. Είναι οι νόμοι που την ιδιωτικοποιούν ή οι καθημερινές εκπαιδευτικές και κοινωνικές πρακτικές που βιώνει το ενδιαφερόμενο κοινωνικό σώμα;
Αν συμφωνήσουμε ότι είμαστε μεταξύ των «κοινωνιών διακινδύνευσης», τότε μόνη θεσμική απάντηση, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, είναι η δημιουργία του πλαισίου ασφαλείας που προκύπτει από τη συνύπαρξη τριών παραγόντων: πληρότητα των υποδομών, ικανότητα των δημόσιων θεσμών και εργασιακή ασφάλεια. Τα μεγάλα και ακόμα άλυτα δηλαδή ζητήματα στη χώρα…
Μεταξύ των βασικών παραγόντων ιδιωτικοποίησης, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της, η «φετιχοποίηση» και «ιεροποίηση» της εισαγωγής στα ΑΕΙ, η δυσκολία των πανελλαδικών, η ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης σε ξένες γλώσσες, πληροφορική και καλλιτεχνικά, η αποδυνάμωση της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης.
Οι αιτίες
Αναλυτικά:
■ Η υποχρηματοδότηση. Το πιστεύει η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων. Το 33% συμφωνεί, ενώ το 50,9% δηλώνει ότι συμφωνεί απόλυτα. Διαφωνεί το 1,1%, ενώ το 5,1% διαφωνεί κάθετα. Υπάρχει και ποσοστό 9,9% που δεν παίρνει θέση.
■ Η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει με αποτελεσματικό τρόπο τις ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης. Αποτελεί βασικό παράγοντα ιδιωτικοποίησης, σύμφωνα με το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων. Το 42,7% συμφωνεί, ενώ το 36,7% συμφωνεί απολύτως. Στην απέναντι πλευρά, το 1,7% απλώς διαφωνεί και 7,4% διαφωνεί απόλυτα. Το 11,5% ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί.
■ Η ανεπάρκεια σε διδακτικό προσωπικό. Το 31,5% συμφωνεί και το 17,9% συμφωνεί απόλυτα πως οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση. Διαφωνεί το 18,8%, ενώ το 9,7% διαφωνεί απολύτως. Ποσοστό 22,2% δεν εκφέρει άποψη.
■ Η ανεπάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής. Συμφωνεί το 41,3% των ερωτηθέντων. Το 25,1% συμφωνεί απόλυτα. Διαφωνεί το 11,7%, διαφωνεί απόλυτα το 3,4%. Δεν γνωρίζει το 18,5%.
■ Ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων. Συντριπτικά τα ποσοστά: Το 33% συμφωνεί πως οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση και το 27,36% συμφωνεί απόλυτα. Διαφωνεί το 13,1%, απόλυτα το 6%.
■ Η «φετιχοποίηση» της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Εξίσου συντριπτικά τα δεδομένα. Σε ποσοστό 37,6% οι ερωτηθέντες συμφωνούν, σε ποσοστό 35,1% συμφωνούν απολύτως. Δηλαδή το 72,7%! Διαφωνεί το 7,2%. Απολύτως το 2,6%. Το υπόλοιπο 17,5% παρέμεινε ουδέτερο.
■ Η ανάπτυξη της φροντιστηριακής εκπαίδευσης. Απολύτως ενδεικτική η καταγραφή. Το 38,9% συμφωνεί, το 28,9% απόλυτα. Διαφωνεί το 9,7% και απόλυτα το 3,4%. Το 19,1% ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί.
■ Οι ανισωτικές λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Το 32,2% συμφωνεί. Το 21,3% συμφωνεί απολύτως. Περισσότεροι από τους μισούς δηλαδή. Αντιθέτως, το 10,9% διαφωνεί, το 4,6% απολύτως. Αξοσημείωτο το 31% που απέφυγε να απαντήσει.
■ Η αποδυνάμωση της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης. Βρίσκει σύμφωνο το 39,7%, απολύτως δε, το 26,7%. Διαφωνεί το 9,5%, κάθετα το 4%. Το 20,1% δεν εκφράζει γνώμη.
Πηγή:efsyn.gr