Το ποίημα είναι αλληγορικό. Παίρνοντας ο ποιητής τον κυρ Μέντιο, το υπομονετικό και συμπαθητικό τετράποδο, στοχεύει τον άνθρωπο που δουλεύει χρόνια ακατάπαυστα, και με κάμα και βροχή, για να δικαιωθεί, ενώ γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αντιμετωπίζοντας την σκληρότητα των εργοδοτών, και όταν “παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’ αβασταγό…. Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ”.
Η υποδούλωση, η απελπισία και η μοίρα του αδρανοποιημένου ανθρώπου είναι εμφανής και ο ποιητής, μέσω του γαϊδουράκου, τα φορτώνει στον υποδουλωμένο άνθρωπο και μόνο προς το τέλος προτείνοντας “Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί” και εκφράζει κάποια αισιοδοξία, σαν ευχή, πως ”Aν ξυπνήσεις, μονομιάς, θά ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς”. Στην εποχή που έγραψε το ποίημα, έβλεπε τις αλλαγές που γίνονταν στις σοσιαλιστικές χώρες και παρότρυνε τους υποταγμένους ανθρώπους ”Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινίσει”.
Το ποίημα, αποσπασματικά, μελοποιήθηκε, το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980, ερμηνευμένο από τον Νίκο Ξυλούρη, για να γίνει σύμβολο αγώνα και διεκδικήσεων.
Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Το ποίημα και την ηχογραφημένη απαγγελία, τα πήρα από το “Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού”